Στην ομιλία του κατά την κοπή της πίτας με τους εργαζόμενους της ΔΕΗ, ο πρόεδρος της εταιρείας είχε αναφερθεί σε πιθανή επιστροφή της εταιρείας στη διεθνή αγορά ομολόγων. Η πρόθεση της διοίκησης της ΔΕΗ διατυπώνται σε μια περίοδο στην οποία προετοιμάζονται μια σειρά από νέες εταιρικές εκδόσεις και μάλιστα οι δύο πιο σημαντικές θα έχουν άμεση σχέση με τον ενεργειακό τομέα αφού μεταξύ των υποψήφιων περιλαμβάνονται ο όμιλος ΓΕΚ Τέρνα αλλά και η Coral θυγατρική του ομίλου της Μότορ Όιλ Ελλάς.
Ωστόσο, αυτή τη στιγμή, οι όποιες σκέψεις από την πλευρά της διοίκησης της ΔΕΗ, που όπως ανακοίνωσε χθες προχωρά ήδη στην ενεργητική διαχείριση του δανειακού της χαρτοφυλακίου, θα πρέπει να μπουν στο συρτάρι και ο λόγος είναι απλός: όπως εξηγούν χρηματιστηριακές πηγές το αξιόχρεο της ΔΕΗ είναι άμεσα συνυφασμένο με το αξιόχρεο του ελληνικού Δημοσίου. Αυτό έχει φανεί σχεδόν σε όλες τις αξιολογήσεις της ΔΕΗ, που έχουν δημοσιοποιηθεί από το μόνο οίκο που παρακολουθεί τη ΔΕΚΟ, δηλαδή τη Standard & Poors. Μάλιστα θυμίζουμε ότι σε όλες τις αξιολογήσεις, ο οίκος τονίζει ότι λόγος αναβάθμισης ή υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της ΔΕΗ, είναι η αντίστοιχη αξιολόγηση του ελληνικού δημοσίου.
Εδώ λοιπόν κάποιος θα μπορούσε να σημειώσει ότι αναβαθμίστηκαν από τους οίκους οι αξιολογήσεις της Ελλάδας. Το πρόβλημα ωστόσο, εντοπίζεται στην πορεία των ελληνικών κρατικών ομολόγων τα οποία κινούνται ανοδικά ακόμη και μετά την τελευταία αναβάθμιση της Moody’s στα επίπεδα του 3,32% (5ετές) έως το 4% (7ετές) ή το 4,33% (10ετές).
Όπως είχε γράψει το Energypress το επιτόκιο στο οποίο μπορεί να προσβλέπει η ΔΕΗ είναι μεγαλύτερο από την απόδοση των κρατικών ομολόγων, δηλαδή θα είναι απαγορευτικό όταν θυμίζουμε ότι πέρυσι το καλοκαίρι οι αντίστοιχε εταιρικές εκδόσεις κυμάνθηκαν στα επίπεδα λίγο πάνω από το 3%.
Εκτός όμως από τη συγκυρία της αγοράς ομολόγων και την αναγκαστική “σύμπλευση” της ΔΕΗ με τα κρατικά ομόλογα, η ΔΕΚΟ πολύ δύσκολα θα μπορέσει να βρει αναδόχους για πιθανή έκδοσή της για όσο διάστημα παραμένει ομίχλη γύρω από το μέλλον της. Επομένως βασικές προϋποθέσεις είναι πρώτον η ολοκλήρωση ενός πειστικού για την αγορά επιχειρησιακού πλάνου που ήδη βρίσκεται υπό επεξεργασία από το σύμβουλο (McKinsey) και δεύτερον η άρση της αβεβαιότητας σε σχέση με την πορεία της αποεπένδυσης του 40% του λιγνίτη. Επίσης κρίσιμη θεωρείται από την αγορά η επιτυχία της προσπάθειας για περιορισμό των ανεξόφλητων οφειλών και η βελτίωση της εισπραξιμότητας.
Σε κάθε περίπτωση όπως επιβεβαίωσε χθες η ΔΕΗ, ο μεγαλύτερος βραχνάς έρχεται τον Απρίλιο του 2019 όταν θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι συζητήσεις για την αναχρηματοδότηση του κοινοπρακτικού των ελληνικών τραπεζών ύψους 1,2 δις αλλά και το Μάιο όταν λήγει το υπόλοιπο του διεθνούς ομολόγου ύψους 350 εκ. ευρώ (μετά την πρόωρη εξόφληση των 150 εκ. ευρώ πρόσφατα). Θυμίζουμε τέλος ότι στις χθεσινές ανακοινώσεις δεν έγινε μνεία σε σχέση με το δανεισμό της ΕΤΕΠ που λήγει (190 εκ. φέτος και 200 εκ. το 2019).