Optika Anagnostis ptolemaida Reggia Ptolemida Pizzaria iek voltetors butterflys ptolemaida

Αυτός είναι ο ΜΑΓΟΣ των μεταγραφών στο Ποδόσφαιρο!

12λ ανάγνωσης
Αυτός είναι ο ΜΑΓΟΣ των μεταγραφών στο Ποδόσφαιρο!

Οι μέθοδοι του “μάγου” των μεταγραφών έχουν πάει τον ρόλο του σε άλλο επίπεδο. Ο Ραμόν Ροντρίγκεθ Βερντέχο είναι στο ποδόσφαιρο για περισσότερα από 30 χρόνια, αλλά υπάρχει πιθανότητα να μην έχετε ακούσει ποτέ αυτό το όνομα. Μπορεί, ωστόσο, να τον γνωρίζετε με ένα διαφορετικό, και αυτό είναι το Μόντσι. Πριν τον «μάγο» των μεταγραφών, δείτε ΕΔΩ τα πιο δυνατά σημερινά προγνωστικα

 

Δεν θεωρήθηκε ποτέ το μεγάλο αστέρι στο γήπεδο. 52 ετών πλέον, έχει αλλάξει τη φανέλα του με κοστούμι εδώ και 20 χρόνια. Είναι αναμφισβήτητα η πιο αναγνωρίσιμη και σεβαστή φιγούρα στη Σεβίλλη, την ομάδα της ιδιαίτερης πατρίδας του, όπου έχει περάσει σχεδόν όλη την καριέρα του. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η επιτυχία του και οι μέθοδοί του έχουν μεταμορφώσει τον ρόλο που εκτελεί για δύο δεκαετίες, αυτόν του αθλητικού διευθυντή.

 

Ως παίκτης ο Μόντσι – χαϊδευτικό για το όνομά του, Ραμόν, στα ισπανικά – πέρασε 11 χρόνια στη Σεβίλλη, κυρίως ως εφεδρικός τερματοφύλακας. Έπαιξε 126 παιχνίδια για τον σύλλογο, τον μοναδικό που εκπροσώπησε, μέχρι την αποχώρησή του το 1999. Την επόμενη χρονιά, διορίστηκε στη θέση που έκτοτε οικειοποιήθηκε.

 

Η μέθοδος του Μόντσι

 

Εκείνη την εποχή, χωρίς εμπειρία και με τη Σεβίλλη στη δεύτερη κατηγορία της Ισπανίας, ο Μόντσι μελέτησε μεθόδους άλλων ομάδων για να βρει έμπνευση για τη δική του. Η Λυών και η Πόρτο ήταν μεταξύ αυτών. Σύλλογοι που κέρδισαν τίτλους, πούλησαν τα αστέρια τους και ξεκίνησαν ξανά. Το κυριότερο μάθημα που πήρε ήταν πως πρέπει η ομάδα να αποδεχτεί την απώλεια των καλύτερων παικτών της, αλλά να τους αντικαταστήσει με άλλους ισάξιας ποιότητας για λιγότερα χρήματα.

 

Η Σεβίλλη δεν ξόδεψε ούτε ευρώ για μεταγραφές τα πρώτα δύο χρόνια του Μόντσι, αλλά κατάφερε να δημιουργήσει μία ομάδα που επέστρεψε στην πρώτη κατηγορία, υπό τον σημερινό προπονητή της Αρμενίας, Χοακίν Καπαρός. Tην επόμενη σεζόν 2002 – 2003, δόθηκε στον Μόντσι το “πράσινο φως” για να κάνει την πρώτη του επένδυση. 500.000 ευρώ στον φουλ μπακ Ντάνι Άλβες, που αρχικά ήρθε ως δανεικός από τη βραζιλιάνικη Μπαχία.

 

Έξι χρόνια αργότερα, η Μπαρτσελόνα πλήρωσε  περίπου 26 εκατομμύρια ευρώ για να αποκτήσει έναν παίκτη που ήταν αναμφισβήτητα ο καλύτερος στη θέση του για μία δεκαετία.

Η επιτυχία του Μόντσι είχε ήδη αρχίσει.

 

Η Σεβίλλη έχει περάσει 20 συνεχόμενες σεζόν στην ανώτατη κατηγορία και με τον Μόντσι το μότο “πούλα για να αναπτυχθείς” έχει γίνει σταθερά η φιλοσοφία της. Οι αστέρες δεν παραμένουν για μεγάλο διάστημα στην ομάδα, αλλά συνήθως αρκετά για να πάρουν ένα τρόπαιο.

 

Οι πρόσφατες κατακτήσεις είναι εντυπωσιακές. Πήρε το Κόπα Ντελ Ρέι το 2007 και το 2010. Κέρδισε και το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ το 2006 και το 2007. Κατέκτησε επιπλέον το Γιουρόπα Λιγκ το 2014, το 2015, το 2016 και το 2020. Ο Μόντσι είχε σημαντικό ρόλο σε όλα, παρά το ότι μετακόμισε για δύο χρόνια στη Ρόμα, μεταξύ 2017 και 2019.

 

Η επιστροφή στη Σεβίλλη

 

Μέχρι τη στιγμή που έφυγε, αναζητώντας μια διαφορετική πρόκληση, είχε βοηθήσει τον σύλλογο να κερδίσει περίπου 200 εκατομμύρια ευρώ από μεταγραφές. Επέστρεψε στην ομάδα που αγαπάει πλέον, όπου έχει τον σεβασμό όλων.

 

“Η αλήθεια είναι ότι η τελευταία περίοδος ήταν πολύ έντονη, με άγνωστα σενάρια και διαχείριση ζητημάτων που υπερβαίνουν τις ευθύνες ενός αθλητικού διευθυντή”, δηλώνει ο Μόντσι.

 

“Οι διαπραγματεύσεις ήταν λίγο πιο περίπλοκες. Έπρεπε να βασιστούμε στη δουλειά που είχαμε κάνει πριν από το λοκντάουν. Αναθέσαμε νέα καθήκοντα στους σκάουτερ μας, οι οποίοι εξέτασαν ξανά και ξανά εξαιρετικούς παίκτες. Προγραμματίσαμε ακόμη και διαφορετικές μεταγραφές ανάλογα με τα μελλοντικά σενάρια, συμπεριλαμβανομένης της ακύρωσης του πρωταθλήματος”.

 

Η υπογραφή του Ιβάν Ράκιτιτς ξεχωρίζει ανάμεσα στις έξυπνες κινήσεις του Μόντσι και της ομάδας του το περασμένο καλοκαίρι. Ο Κροάτης μέσος αποκτήθηκε για περίπου 2,5 εκατομμύρια ευρώ από τη Σάλκε το 2011 και έφυγε το 2014 για τη Βαρκελώνη με συμφωνία αξίας περίπου 20 εκατομμυρίων ευρώ. Τον Σεπτέμβριο, η Σεβίλλη συμφώνησε σε ένα ονομαστικό ποσό 1,5 εκατομμυρίου ευρώ για να τον πάρει πίσω, πλέον στα 32 του.

 

Ενώ αυτές οι διαδικασίες είναι συνήθης πρακτική για τον Μόντσι, τα πράγματα άλλαξαν γι ‘αυτόν το 2020. Η κρίση του Covid – 19 επιτάχυνε την αλλαγή που ήταν ήδη σε εξέλιξη. Έχει οδηγήσει σε σημαντική ώθηση το νέο τμήμα έρευνας και ανάπτυξης του συλλόγου που βασίζεται στα δεδομένα, το οποίο δημιουργήθηκε τον Μάιο του 2019.

 

Η διαδικασία σκάουτινγκ στο ποδόσφαιρο εξελίσσεται γρήγορα και οι νέες μορφές δεδομένων λαμβάνονται υπόψη ολοένα και περισσότερο. Νέα στατιστικά και μετρήσεις όπως τα αναμενόμενα γκολ (xG) λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη μεταγραφικών αποφάσεων. Ένας αυξανόμενος αριθμός μεγάλων ποδοσφαιρικών συλλόγων προσπαθεί να αξιοποιήσει στο έπακρο τους αριθμούς, όπως έχει γίνει στο μπέιζμπολ και το μπάσκετ εδώ και χρόνια. Πολλοί από αυτούς που προσλαμβάνονται δεν έχουν προηγούμενη θητεία στο ποδόσφαιρο, αλλά δεν έχει σημασία όσο προκύπτουν θετικά αποτελέσματα.

 

“Συγκρίνουμε την υποκειμενική άποψη των σκάουτερ μας με τα αντικειμενικά κριτήρια των δεδομένων”, τονίζει για το θέμα ο Μόντσι.

 

“Το γεγονός ότι και τα δύο σχεδόν πάντα συμφωνούν μας ενθαρρύνει να λαμβάνουμε αποφάσεις. Εμπιστευτήκαμε τα δεδομένα περισσότερο αυτή τη φορά επειδή έχουμε ένα πιο ανεπτυγμένο σχετικό τμήμα. Αν και η πλατφόρμα μας δεν είναι 100% ολοκληρωμένη, μας βοήθησε πολύ περισσότερο κατά την ανάλυση παικτών με ενδιαφέρον. Τα δεδομένα μας δεν ήταν τόσο ακριβή πριν από έναν χρόνο όσο είναι σήμερα.

 

Χρησιμοποιούσαμε δεδομένα εδώ και χρόνια. Μία αναφορά σκάουτερ έχει να κάνει με δεδομένα. Αν ένας παίκτης είναι δεξιοπόδαρος ή αριστεροπόδαρος, επίσης. Προφανώς, τώρα έχουμε καλύτερα επεξεργασμένα δεδομένα, περισσότερες πληροφορίες και είμαστε πιο πρόθυμοι να βασιστούμε σε αυτά. Η εμπιστοσύνη έρχεται με τη συνεχή τριβή. Δεν χρησιμοποιούμε κάτι που δεν εμπιστευόμαστε. Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την υποκειμενική άποψη ενός σκάουτερ. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να ενώσουμε και τις δύο προσεγγίσεις”.

 

Ο Μόντσι και η ομάδα του σκοπεύουν να επεκτείνουν αυτήν την επανάσταση στα δεδομένα για να βοηθήσουν διάφορα άλλα τμήματα του συλλόγου, όπως αυτά των εισιτηρίων και του μάρκετινγκ. Αλλά η δημιουργία ενός συστήματος που μπορεί να βρει τους σωστούς παίκτες στη σωστή τιμή παραμένει προτεραιότητα. Ο αλγόριθμος που έχουν αναπτύξει αναλύει πάνω από 18000 παίκτες που θα μπορούσαν να έχουν θέση στην ομάδα. Και στα παρασκήνια, ένα νέο είδος μεταγραφής βρίσκεται στα σκαριά για τον Μόντσι.

 

“Αυτή τη στιγμή μιλάμε με έναν ειδικό τεχνητής νοημοσύνης και μηχανικής μάθησης χωρίς εμπειρία ποδοσφαίρου για να έρθει στην ομάδα μας”, δηλώνει ο Μόντσι.

 

“Θέλουμε να συνεχίσουμε να αναπτυσσόμαστε. Αν αποφασίσει κανείς να δημιουργήσει ένα τμήμα έρευνας και ανάπτυξης, πρέπει να το στελεχώσει με άτομα που θα προσθέσουν αξία κατανοώντας δεδομένα από διαφορετικές οπτικές γωνίες”.

 

Η μόδα που δημιούργησε

 

Λόγω της επιτυχίας του Μόντσι στη Σεβίλλη, αρκετοί ποδοσφαιρικών συλλόγων προσπάθησαν να ακολουθήσουν το μοντέλο της. Ομάδες όπως η Μπενφίκα, η Σπόρτινγκ Λισαβόνας, η Μονακό και ο Άγιαξ έχουν προοδεύσει με ακόμη μεγαλύτερα κέρδη από τον ισπανικό σύλλογο. Άλλοι προτίμησαν να βασιστούν σε μαθητές του Μόντσι, όπως ο Βίκτορ Όρτα, ο οποίος πέρασε επτά χρόνια υπό την καθοδήγησή του και τώρα συνεργάζεται με τη Λιντς του Μαρσέλο Μπιέλσα.

 

Ο Μόντσι δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για το αγγλικό ποδόσφαιρο. Μάλιστα, πέρασε έξι μήνες στο Λονδίνο το 2013 για να βελτιώσει τα αγγλικά του και να κάνει έρευνα.

 

“Έψαχνα για επιχειρηματικές πληροφορίες. Οι ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ έχουν ένα πραγματικά προηγμένο επιχειρηματικό μοντέλο που ήθελα να εφαρμόσω στη Σεβίλλη. Είναι σε θέση να κάνουν το ποδόσφαιρο πραγματικά κερδοφόρο μέσω της τηλεόρασης, του μάρκετινγκ και της αίσθησης του ανήκειν. Όλα αυτά που έκαναν το αγγλικό ποδόσφαιρο να έχει διπλάσια κέρδη σε σχέση με το ισπανικό”, προσθέτει ο αθλητικός διευθυντής της Σεβίλλης.

 

Αναζήτησε έμπνευση στην Αγγλία σε μία εποχή που οι αγγλικοί σύλλογοι έψαχναν τον δικό τους Μόντσι. Σήμερα, πολλές ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ, όπως η Μάντσεστερ Σίτι, η Λίβερπουλ, η Άρσεναλ και η Λιντς που προαναφέρθηκε, διαθέτουν όντως αθλητικό διευθυντή. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ είναι μία από τις ομάδες που δεν έχει.

 

“Υπάρχουν πολλά επιτυχημένα σωματεία που εμπιστεύονται τις μεταγραφές σε διαφορετικούς ανθρώπους: τον γενικό διευθυντή, τον επικεφαλής προπονητή ή τον αθλητικό διευθυντή. Προτιμώ την τελευταία επιλογή, προφανώς, επειδή είναι η πιο ισορροπημένη”, λέει ο Μόντσι.

 

“Δεν σημαίνει αυτό ότι η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν διαθέτει τμήμα σκάουτερ. Φυσικά και έχει. Δεν έχουν τον Τσίκι Μπεγκιριστάιν της Μάντσεστερ Σίτι ή τον Μάικλ Έντουαρντς της Λίβερπουλ, που είναι και οι δύο παλιοί φίλοι μου. Αλλά είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν εξειδικευμένοι επαγγελματίες για να πάρουν αυτές τις αποφάσεις στο “Ολντ Τράφορντ”. Μιλάμε για κορυφαίους συλλόγους. Έχω πολύ λίγα ή και τίποτα να τους διδάξω”.

 

Τα σχέδια για το μέλλον

 

Μετά από 20 χρόνια λήψης σκληρών αποφάσεων, ο Μόντσι ισχυρίζεται ότι ξέρει πώς να αντέχει την πίεση. Είναι χαρούμενος στη δουλειά του και εξακολουθεί να αισθάνεται ότι έχει πολλά να προσφέρει. Αλλά έχει ήδη αρχίσει να σκέφτεται το μέλλον του και ο αθλητισμός δεν θα είναι για πάντα στα σχέδια του.

 

“Οφείλω πολλά στην οικογένειά μου, τους φίλους μου και τον εαυτό μου. Πρέπει να τους δώσω όλον αυτό τον χρόνο πίσω. Γι ‘αυτό δεν θα είμαι εδώ για πολύ”, δηλώνει χαρακτηριστικά.

 

“Όλοι οι άλλοι έρχονται δεύτεροι. Γνωρίζω τη γυναίκα μου από τα 15 μας. Τα παιδιά μου, ηλικίας 27 και 21 ετών, μεγάλωσαν υπό αυτές τις συνθήκες. Δίνω προτεραιότητα στην ομάδα σε σημείο να θυσιάζω την ευημερία μου. Αλλά θεωρώ τον εαυτό μου προνομιούχο. Έκανα αυτό που ονειρευόμουν όταν ήμουν παιδί.

 

Έξι ώρες ύπνου είναι αρκετές για μένα. Σηκώνομαι νωρίς για να ασκηθώ, αλλά κατά τη διάρκεια δουλεύω επίσης αφού το κινητό και ο υπολογιστής μου είναι ανοιχτά. Η αποσύνδεση δεν έχει νόημα στη θέση που κατέχω.

 

Αυτό θα διαρκέσει όσο νιώθω χαρούμενος. Δεν έχω σημειώσει ημερομηνία εξόδου. Θα φύγω όταν νιώθω άγχος μόλις ανοίγω την πόρτα του γραφείου μου. Είμαι τυχερός που έχω φίλους που δεν θυμώνουν όταν υπόσχομαι να τηλεφωνήσω και το κάνω πέντε ημέρες αργότερα!”, καταλήγει ο Μόντσι.

 

Πως σας φάνηκε το άρθρο;
+1
0
+1
0
+1
0
Μοιραστείτε αυτό το άρθρο