Χριστουγεννιάτικα τριαντάφυλλα
Χριστουγεννιάτικο διήγημα
Είχε σουρουπώσει για τα καλά και στον καφενέ του Παναγή, εκεί στη γειτονιά της μικρής κωμόπολης πάνω στο μεγάλο δρόμο για την πρωτεύουσα, ξεχάστηκε ο Μάστροκώστας μ’ ένα ποτήρι τσίπουρο που το γυρόφερνε στο χέρι και τα ξυνάδια για μεζέ, απείραχτα. Πάλευε στο σύθαμπο με τα σκοτάδια της ζωής του να βρει διέξοδο στο θολωμένο του μυαλό, μα ο νους του ανακύκλωνε τις σκέψεις του μέρα τη μέρα, στιγμή τη στιγμή, χωρίς να ανοίγει ένας φεγγίτης, μια χαραμάδα φως στα εσώψυχά του.
Πάνε χρόνια που έχασε την Κυρά του και χάθηκε μαζί κι’ αυτός. Χάθηκαν τα βήματά του, ο λογισμός του, τα όνειρά τους, από τον ίσκιο της που τα βεβαίωνε. Προσπάθησε να σιάξει το κορμί του και να σταθεί στα πόδια του, μ’ ανήμπορος να αλλάξει ρότα, πνιγότανε σ’ ένα σύννεφο απομόνωσης που όσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο τον τύλιγε. Παρ’ ότι καταλάβαινε πως έχει χρέη ανεκπλήρωτα στη ζωή ακόμα, πως έχει ένα γιό παλικαράκι που τον χρειαζόταν τώρα όσο ποτέ άλλοτε, διέγραφε κάθε μέρα το σκοπό της ζωής του.
Αν και μάστορας απ’ τους λίγους, έχανε σιγά – σιγά το ενδιαφέρον του για τη δουλειά και το συνεργείο αυτοκινήτων που κάποτε έκαναν ουρά οι πελάτες, τώρα με το ζόρι έβγαζε τα έξοδά του. Ποιος; Αυτός που μίλαγε με τις μηχανές και τον λάτρευαν οι κύλινδροι και τα πιστόνια, κατάντησε να του γυρίζουν την πλάτη πλέον και οι σακαράκες. Καλά, τα νέας τεχνολογίας αυτοκίνητα που είχαν εξουσιοδοτημένα συνεργεία, να το καταλάβει. Σ’ αυτά έπρεπε να κάνει μια υπέρβαση που δεν ήταν πλέον ούτε της ηλικίας του, ούτε των διαθέσεών του. Αλλά και τα παλιά μοντέλα που δεν έβρισκες ανταλλακτικά και φτιάχνοντας δικές του πατέντες, τους έδινε χρόνο ζωής. Κι’ αυτά να τον εγκαταλείπουν; Τέτοια απόρριψη… Τι να πεις. – Έτσι είναι η ζωή, γεμάτη ανατροπές, μονολογούσε. Αλίμονο σ’ όποιον δεν μπορεί να τις φέρει βόλτα, όπως του λόγου μου και βυθιζόταν στη σιωπή του.
Στην κουβέντα που έκανε με το Θάνο το γιό του πίστεψε πως αυτός θα ήταν η ευκαιρία που του άφησε η συχωρεμένη για ν’ αποκτήσει νόημα ξανά η ζωή του. Όμως απ’ την συζήτηση που κάνανε κατάλαβε πως δεν τον χωρούσε ούτε το συνεργείο, ούτε ο ορίζοντας της γειτονιάς τους. Αν και του υποσχέθηκε ότι με τα χρήματα που είχε μαζεμένα θα έπαιρναν καινούρια μηχανήματα στο συνεργείο, θα το εκσυγχρόνιζαν, θα τον έστελνε και σε μια μεγάλη φίρμα αυτοκινήτων για σεμινάρια. Αυτός τίποτα. – Έχω άλλα σχέδια ρε πατέρα έλεγε, δεν θα με αποκλείσεις σ’ ένα καπό αυτοκινήτου και κάπως έτσι τον έπιανε η απελπισία. Ήταν και κείνος ο γυαλάκιας ο Λυκειάρχης του που του άναβε τα λαμπάκια. Κάθε φορά που του έφερνε το παλιό Μόσκοβιτς στο συνεργείο, του έλεγε και του ξανάλεγε.- Να προσέχεις το Θάνο, είναι πολύ καλό μυαλό, τα παίρνει τα γράμματα, μπορεί να έχει πολλή καλή εξέλιξη.
Γι’ αυτή την «πολλή καλή εξέλιξη», βίωσε για μια φορά ακόμα την απώλεια γυρνώντας το βράδυ σπίτι, αφού τον συνόδευσε μέχρι τη φοιτητική εστία του Πανεπιστημίου του, μετά την επιτυχία του στις Πανελλήνιες. Μπαίνοντας στο φτωχικό του, τότε συνειδητοποίησε ότι εκτός από άδειο, ήταν ψυχρό και απρόσιτο, εχθρικό απέναντί του. Όλα γύρω του έμοιαζαν σαν να μην τον αναγνώριζαν, σαν να έφταιγε αυτός για την ερημιά τους. Νοιώθοντας ξένος μέσα απ’ τους τοίχους που έκτισε τα όνειρά του, πέρναγε τις πιο πολλές ώρες του μετά το συνεργείο, στον καφενέ του Παναγή. Εκεί ζητώντας εξιλέωση στο ποτό και στη λησμονιά του, κουβάλαγε την καθημερινότητά του σαν αποσκευή χωρίς προορισμό. Κάπως έτσι κύλαγαν τα χρόνια του, ανήλιαγοι χειμώνες, που τον έφερναν να κατηφορίζει από τη σκυθρωπή εικόνα του σπιτιού του στο να ψάχνει το άλλοθι της ζωής του στο συνεργείο, μέχρι να καταλήξει στη μυσταγωγία του καφενέ.
Στον καφενέ του Παναγή τον βρήκαν οι άνθρωποι από το τμήμα ασφαλείας της περιοχής και του ζήτησαν να περάσει επειγόντως από τα γραφεία τους. Την άλλη μέρα πρωί – πρωί όρθιος, μπροστά στο βλοσυρό βλέμμα του αστυνόμου που τον κοιτούσε εξεταστικά, προσπαθούσε να καταλάβει τι του έλεγε. Πως ο γιός του λέει, είχε συλληφθεί σαν αναρχικός και μαζί με άλλους είχε προβεί, ναι, προβεί κύριε, σε έκνομες πράξεις, που έβαζαν σε κίνδυνο τη Δημοκρατία μας και ήταν ο ίδιος και οι συνοδοιπόροι του ΒΟΜΒΑ στα θεμέλια της κοινωνίας μας. Ποιος; Ο γιός του «με την πολλή καλή εξέλιξη» ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ. Ο γιός του Μαστροκώστα που είχε τον «Εθνάρχη» και την Γαλανόλευκη κορνίζα στο συνεργείο του. Που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του για την πολιτική του κληρονομιά, που την παρέλαβε από τον Παππού του, τον Πατέρα του, την διαφύλαξε ο ίδιος, για να την παραδώσει στον κανακάρη του. Κι’ αυτός…
Γύρισε κατ’ ευθείαν σπίτι του. Δεν τον χώραγε ο τόπος… Εκτός από την απώλεια των δικών του που τον σακάτευε κάθε μέρα, τώρα βίωνε και την πατρογονική του απόρριψη από το γιό του. Στο συνεργείο δεν είχε καμιά όρεξη ν’ ασχοληθεί με κάτι, άσε που τα κακά νέα κυκλοφορούν πιο γρήγορα κι’ απ’ το φως και άντε να αντιμετωπίσεις τα εξεταστικά βλέμματα του κάθε περίεργου, που δήθεν ενδιαφέρεται για σένα. Έμεινε για ώρες σωριασμένος στον καναπέ του κρατώντας τη φωτογραφία της μακαρίτισσας της γυναίκας του και ξεσπώντας με παράπονο της έλεγε και της ξανάλεγε – Γιατί με άφησες; Γιατί..; Δεν καταλάβαινες ότι δεν μπορούσα μόνος μου; Δεν θα τα κατάφερνα, στο έλεγα στο έλεγα… Και ένας λυγμός συντάραζε το κορμί του κάθε λίγο. Χάθηκε ο χρόνος στην απελπισιά του… Κάποια στιγμή ανασήκωσε τα μάτια του και κοιτώντας στην ξώπορτα είδε την αγαπημένη τριανταφυλλιά της συχωρεμένης, που την είχε φυτέψει με τα χέρια της και παίρνοντας ένα κουράγιο σηκώθηκε και πήγε προς τα εκεί. Άρχισε να της μιλά μ’ ένα παράπονο σαν να την παρακαλούσε να μεταφέρει στη μακαρίτισσα τα όσα του συνέβαιναν και σκύβοντας άρχισε να σκαλίζει με τα χέρια του το χώμα στις ρίζες της, ώσπου να ποτιστεί με τα δάκρυά του.
Εκεί σκυμμένο, στην τριανταφυλλιά, τον βρήκε ο Λυκειάρχης ασθμαίνοντας να βγάλει τον ανήφορο. – Μαστροκώστα σ’ έψαχνα παντού –είπε βαριανασαίνοντας –βλέπεις τ’ άσχημα νέα κυκλοφορούν γρήγορα και πήρα την απόφαση να έρθω σπίτι σου. Γύρισε και τον κοίταξε με απόγνωση, σαν να του έλεγε φταις και εσύ. Ο Λυκειάρχης καταλαβαίνοντας τις σκέψεις του τον παρακάλεσε να μιλήσουν για λίγο. –Επειδή είπε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Επειδή, το ενδιαφέρον ενός εκπαιδευτικού να ξέρεις, δεν σταματά ποτέ για τους μαθητές του όπως και του γονιού βέβαια, συμπλήρωσε. Θέλω να σου πω, μην προτρέξεις να αδικήσεις το παιδί σου. Ο Θάνος δεν είναι κάποιο κακοποιό στοιχείο. Ξέρω τι σου λέω. Απλά δεν βολεύεται σ’ έναν κόσμο που το άδικο της εξουσίας καταπιέζει τους αδύναμους. Πάντα βέβαια, κατά τη γνώμη του και συμπλήρωσε βιαστικά – Όχι ότι συμφωνώ με τέτοιες αντιδράσεις… Αλλά αν νέος δεν ονειρευτείς έναν καλύτερο Κόσμο πιο Δίκαιο, τότε θα μείνεις σε όλη σου τη ζωή υποταγμένος, με σκυμμένο κεφάλι… Εσύ, τα βλέπεις όλα σωστά και δίκαια καμωμένα γύρω σου; Δηλαδή θα στο πω όσο πιο κατανοητά γίνεται, είναι θέλημα Θεού να δυστυχούν άνθρωποι την ώρα που ο πλούτος γεμίζει τα θησαυροφυλάκια κάποιων ολίγων, ελαχίστων..; Άκουσέ με λοιπόν, πήγαινε να βρεις το παιδί σου, βάλε κι’ ένα δικηγόρο να υπερασπιστεί τη νιότη του αν όχι τα ιδανικά του και ας είναι αυτή η τελευταία θυσία σου γι’ αυτόν.
Θες το χρέος του γονιού. Θες το τι θα πει ο κόσμος γύρω του. Θες προ πάντων, τι θα ικανοποιούσε την έρμη τη μάνα του εκεί που ήταν, ακολούθησε τα λόγια του Λυκειάρχη. Ξόδεψε τις όποιες οικονομίες του είχαν απομείνει σε Δικηγόρους και παράβολα, σε ταξίδια πάνω κάτω στη Πρωτεύουσα και απηυδισμένος και ανήμπορος για κάτι πάρα πάνω, τα βρόντηξε όλα και κλείστηκε ξανά στον εσωστρεφή μικρόκοσμο του. Μέσα σ’ αυτήν την απόγνωση κύλαγε ο καιρός αμείλικτος και μόνο προς το τέλος του χρόνου στις Γιορτάδες μέρες, του ερχότανε στο νου τα χρόνια της μοναξιάς του, από τότε που του έφυγε και ο Θάνος. Πέρασαν κάποια χρόνια μετρώντας τα με τις ημερομηνίες των γεγονότων που τον πλήγωναν… Μετά έχασε το μέτρημα, έχασε και κάθε επικοινωνία με το γιό του κι’ απόμεινε ο καφενές του Παναγή η επαφή του με τον έξω κόσμο. Στον καφενέ κίνησε να πάει κι’ απόψε, μα κει στην ξώπορτα κοντοστάθηκε, έριξε μια ματιά στην τριανταφυλλιά, την κοίταξε με λατρεία σαν να ήταν το μόνο κομμάτι της ζωής του που τον συντρόφευε και τον συνόδευε ακόμα και ένας λυγμός ανέβηκε στα στήθια του.
Ο Παναγής τακτοποιούσε τις τελευταίες λεπτομέρειες στον πάγκο του. Είχαν φύγει όλοι εκτός από το Μαστροκώστα. Γύρισε προς το μέρος και τον παρότρυνε με συμπόνια. – Άντε Μάστορα… Χριστούγεννα η Αυριανή. Να πηγαίνουμε σιγά – σιγά, να προετοιμαστούμε για τη μεγάλη μας Γιορτή και έμεινε να τον περιμένει να σύρει το κορμί του από το κάθισμα. Κείνη την ώρα στο μισοσκόταδο άνοιξε η πόρτα και μια ψηλόλιγνη φιγούρα φάνηκε να κοιτά προς τα μέσα. Κλείνουμε φώναξε ο Παναγής ακούγοντας το σύρσιμο της πόρτας. Ο ψηλόλιγνος άντρας σαν να μην άκουσε προχώρησε προς το Μαστροκώστα που ανασηκωνόταν μαζεύοντας τα κουράγια του. – Πατέρα, Πατέρα εδώ είσαι; Ο Μαστροκώστας πριν προλάβει να τον δει, γνώρισε τη φωνή του και ένα τρέμουλο ασυγκράτητο τον έριξε πάλι στην καρέκλα του. – Ο Θάνος είμαι Πατέρα, ξανά είπε και κάνοντας δυο δρασκελιές τον πήρε στην αγκαλιά του. Ο Μαστροκώστας πιάστηκε από τα χέρια του και έσυρε τα βήματά του αφημένος πάνω του. – Κυρ Παναγή. Καλά Χριστούγεννα ευχήθηκε ο Θάνος φεύγοντας, θα μείνω λίγες μέρες και θα σε δω να τα πούμε, με συγχωρείς τώρα.
Ούτε που κατάλαβαν πως ανέβηκαν τον ανήφορο για το σπιτικό τους. Μόνο εκεί στην ξώπορτα ο Μαστροκώστας κοντοστάθηκε και έριξε το βλέμμα του στην τριανταφυλλιά . Σαν να μην το πίστευε, σαν να τον γελούσαν τα μάτια του, η τριανταφυλλιά του φάνηκε στο μισοσκόταδο μέσα στο καταχείμωνο, να είναι γεμάτη ανθισμένα τριαντάφυλλα. Μπήκανε στο σπίτι και ο Θάνος τον ακούμπησε ελαφρά στον καναπέ και βάλθηκε όσο πιο σύντομα μπορούσε να του εξιστορεί τα χρόνια της απουσίας του. Πως τέλειωσε το Πανεπιστήμιο Μηχανολόγος Μηχανικός, με Μεταπτυχιακό στους Κινητήρες Εσωτερικής Καύσεως και πως δούλευε σε μια μεγάλη εταιρεία σε πολύ ψηλό πόστο…
Οι φωνούλες που έψαλλαν τα κάλαντα απ’ το χάραμα, βρήκαν το Μαστροκώστα άγρυπνο να υποδέχεται τα παιδάκια στο κατώφλι του σπιτιού και δίνοντας τους το φιλοδώρημα τα παρότρυνε να τα πουν όσο πιο σιγά μπορούν – Ξέρετε, να μην ξυπνήσετε το Θάνο μου που ήρθε από ταξίδι μακρινό, πολύ μακρινό, για να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα. Ύστερα ρίχνοντας τη ματιά του σαν να μην το πίστευε, στην ολάνθιστη τριανταφυλλιά, μουρμούρισε. – Σ’ άκουσε- είπε με νόημα- σ’ άκουσε από κει ψηλά, με λυπήθηκε και η Παναγιά και φώτισε τα βήματα του γιού μου, με το Άγιο Φως του Θείου Βρέφους που σβήνει τα σκοτάδια μας.
Μαγκλάρας Βασίλης 20/12/2024 magklarasvas@yahoo.gr
Συγχαρητήρια κύριε Μαγκλάρα γλυκαινετε την ψυχή των ανθρώπων με αυτά που γράφετε σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς και δεν εννοώ μόνον.τα.οικονομικα Σας εύχομαι καλά Χριστούγεννα και συνεχίστε να γράφετε .Ένας τακτικός σας αναγνωστης