Πτολεμαΐδα: Ο «Μορμόλης» είναι το στοιχειό της πόλης; (Σατυρική ποίηση της Παρθένας Τσοκτουρίδου)
ΠΑΡΘΕΝΑ:
Ω, άγαλμα με τις τρελόφουσκες
του καπνού και της αφηρημάδας
με τις πολλές τσιχλόφουσκες
της καμινάδας της ρημάδας
ποιος άνεμος σε κύλησε
σε τούτον δω τον χώρο
και ποια λαλιά σου μίλησε
τάχα πως είσαι δώρο;
ΜΟΡΜΟΛΗΣ:
Παρθένα, σε πληροφορώ
πως ειμ’ ο πιο ωραίος
τον τόπο τούτο τον θωρώ
ως να ‘μαι ο πιο μοιραίος.
Βγάζω καπνούς ένα σωρό
κι ας είναι αφηρημένοι
οι φούσκες κάνουνε χορό
με γύψο αναμιγμένοι
και συμβολίζουνε θαρρώ
της λιγνιτιάς μας τη σωρό.
Πες μου αν κάνω λάθος
και είμαι ένας κάφρος.
ΠΑΡΘΕΝΑ:
Στοιχειό μου μην ιδροκοπάς
όλοι σε λεν «Μορμόλη»
φόβο και γέλωτα σκορπάς
σε τούτη εδώ την πόλη.
Να φύγεις θέλω από κει
που σ’ έχουμε στημένο
προσβάλεις την αισθητική
σαν μούμια καμωμένο.
«Μορμόλη», φύγε να χαρείς
δεν σε συμπάθησε κανείς
δεν θέλω άλλο να σε δω
να φύγεις, έξω από δω.
ΜΟΡΜΟΛΗΣ:
Εδώ, Παρθένα, θα σταθώ
σε ένα λάθος σου οικτρό
μ’ αγάπησαν δημάρχοι
κι ό,τι επιτέλους άρχει.
Μου κάνανε τιμητική
θέση μου δώσαν επική
μαζί τους ‘γω να άρχω
δημόσια να υπάρχω.
Όσοι περνούν από μπροστά μου
θα προσκυνούν την αφεντιά μου.
Γι’ αυτό, Παρθένα, εσύ μη σκας
τη ζαχαρένια σου χαλάς!
ΠΑΡΘΕΝΑ:
Σπασίκλα, άτιμε «Μορμόλη»
είσαι το φάντασμα στην πόλη
δεν πρόκειται να ησυχάσω
μέσα στο χώμα αν δεν σε χάσω.
Αυτός που σ’ έφτιαξε «Μορμόλη»
μπρος να σε βγάλει από την πόλη
στο σπίτι του για να σε χώσει
μπας κι η ψυχούλα μου γλιτώσει.
ΜΟΡΜΟΛΗΣ:
Σκάσε και μόκο
Μπαντίτα ντε Κόκο
ο νοών νοείτω
Υπάρχω και Ζήτω!