Optika Anagnostis ptolemaida Reggia Ptolemida Pizzaria iek voltetors butterflys ptolemaida

Ο γάμος (Απόσπασμα από το βιβλίο «Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο» της Παρθένας Τσοκτουρίδου

9λ ανάγνωσης
Eordaialive.com - Τα Νέα της Πτολεμαΐδας, Εορδαίας, Κοζάνης Ο γάμος (Απόσπασμα από το βιβλίο «Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο» της Παρθένας Τσοκτουρίδου

Κυριακή πρωί. Ο ήλιος έμοιαζε σαν μια κόκκινη καυτή πέτρα βασιλεύοντας πίσω από τους λόφους του Βερμίου. Ένιωθε κανείς στη θωριά  των αχτίνων του, τη γλύκα τους, να υψώνεται πάνω από το κεφάλι του σαν ιερός χορός με ροδόχρωμες νότες.

Οι προσκεκλημένοι του γάμου ήταν ήδη από τα ξημερώματα στην καλύβα του κυρίου Νικήτα και της κυρίας Ανδρομάχης. Έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν με τη συνοδεία της λύρας, του νταουλιού και της ζουρνάς χορεύοντας ποντιακούς παραδοσιακούς χορούς. Οι νοικοκυραίοι είχαν ετοιμάσει από νωρίς και έφεραν τέσσερις με πέντε οκάδες μπαρούτι για εκείνους που θα το έριχναν με τα ντουφέκια.

Ο Ορφέας και ο Παντελής είχαν πάει από νωρίς στο σπίτι του γαμπρού που ήταν λίγο παρά πέρα. Ο γαμπρός, ο Δημητρός, ήταν φίλος τους και μόλις λίγα χρόνια μεγαλύτερος από εκείνους. Τον είχαν βάλει να κάτσει σε μια καρέκλα και τύλιξαν το λαιμό του με μια πετσέτα, την οποία κρατούσαν επτά ζευγάρια που ήρθαν μόνο σε πρώτο γάμο, τα ονομαζόμενα «μονοστέφανα» ή «πρωτοστέφανα», που είχαν σχηματίσει κύκλο χορεύοντας και τραγουδώντας.

-Γιατί είναι επτά τα «μονοστέφανα»; ρώτησε ο μικρός αδερφός του Δημητρού, ο Σταθούλης, τον παππού του απορημένος.

-Α, παιδί μου! Ο αριθμός «επτά» έχει ιστορική σημασία. Πρώτα – πρώτα, οι σοφοί της Ελλάδας ήταν επτά.

-Επτά ήταν και τα θαύματα του κόσμου, παππού! Αυτό μας το έμαθαν στο σχολείο.

-Ακριβώς, παιδί μου! Όμως, σ’ ερωτώ: Σε πόσες μέρες έπλασε ο Θεός τον κόσμο;

-Σε επτά, παππού!

-Α, μπράβο, παιδί μου! Είσαι πολύ καλός μαθητής! Πες μου, λοιπόν,  πόσα είναι τα μυστήρια της Εκκλησίας;

-Επτά!

-Α, μπράβο, μπράβο! Άντε τώρα να χορέψεις με τα άλλα παιδιά και να δείτε το έθιμο του γάμου!

Ο κουρέας είχε πάρει ήδη τη θέση του μπροστά στον γαμπρό με την εντολή να τον ξυρίσει. Προτού κάνει όμως οποιαδήποτε ενέργεια, στράφηκε προς το πλήθος και το ρώτησε:

-Με την άδεια σας, να τον ξυρίσω;

-Δεν μπορείς! του είπαν  κάποιοι δυο φορές.

-Να τον ξυρίσεις! του είπαν την τρίτη φορά.

-Στολίστε το αστόλιστο κι αυτόν ποιος θα στολίσει; απάντησαν κάποιοι άλλοι τραγουδώντας.

-Ας είναι καλά ο κύρης του! Αυτός θα τον στολίσει! είπε ο κόσμος.

Ο κουρέας έκανε με μαεστρία το ξύρισμα του γαμπρού κι ο πατέρας του γαμπρού τον πήρε μέσα στην καλύβα και τον έντυσε το γαμπριάτικο παραδοσιακού τύπου κουστούμι του. Οι συγγενείς όλοι τότε δώρισαν στον Δημητρό μαντήλια και χρήματα.

-Πως λέγεται όλη αυτή η διαδικασία του εθίμου, παππού; ρώτησε ο Σταθούλης τον παππού του πλησιάζοντας τον.

-«Στρούλιγμα», του απάντησε ο παππούς και αμέσως μετά έδωσε εντολή να ετοιμαστούν όλοι να πάνε στο «νυφέπαρμα», να πάρουν δηλαδή τη νύφη από το σπίτι της.

Ο Ορφέας και ο Παντελής, ντυμένοι με τις ποντιακές παραδοσιακές τους στολές, έφεραν στον Δημητρό ένα άλογο με δεμένο μαντήλι στο μέτωπό του. Έδεσαν κατόπιν στον βραχίονα του γαμπρού ένα κεντημένο μαντήλι και βοήθησαν τον Δημητρό να ανεβεί στο άλογο.

Η Παρεσούλα και η Παρθενίτσα ανέλαβαν να φέρουν τις παράνυφες, οι οποίες ήταν σκεπασμένες με βέλα και ντυμένες με τα νυφικά τους. Αμέσως μετά ήρθαν και οι «παράγραμποι» με τα τουφέκια τους, οι οποίοι ήταν ντυμένοι κι αυτοί με τις αντρικές ποντιακές στολές τους και θα ήταν προσκολλημένοι στη συνοδεία του γαμπρού.

Ήρθε και η Σοφία, η τραγουδίστρια της ποντιακής μούσας στο Βέρμιο και όλοι μαζί πια ξεκίνησαν συνοδεύοντας τον γαμπρό για το «νυφέπαρμα». Από πίσω τους ακολουθούσε πολύς κόσμος χορεύοντας και πίνοντας διάφορα ποτά.

Οι τουφεκιοφόροι, αποκαλούμενοι από τους ντόπιους «τουφεκλήδες», προχωρούσαν στον δρόμο με πυροβολισμούς. Έτσι, η πομπή συνοδευμένη από μουσική και τουφεκιές στον αέρα έδειχνε πιο μεγαλοπρεπής κι εορταστική.

Έφτασαν, λοιπόν, όλοι μαζί στο σπίτι της νύφης εύθυμοι και γελαστοί. Προτού κατεβεί από το άλογο ο γαμπρός για να μπει στο σπίτι της νύφης, σταύρωσε το ανώφλι της πόρτας μ’ ένα μαχαίρι, το οποίο εκσφενδόνισε μετά πάνω από τη στέγη, σε μακρινή απόσταση. Ήθελε να δείξει μ’ αυτόν τον τρόπο πως ήταν σε θέση να προστατεύσει και να κάνει ευτυχισμένη την σύντροφο της ζωής του.

Τα παιδιά και οι νέοι έτρεξαν να πάρουν το μαχαίρι. Πρόλαβε και το έπιασε πρώτος ο Περικλής, ο οποίος και το παρέδωσε στον κουμπάρο, που ήταν εκεί, αποσπώντας απ’ αυτόν το φιλοδώρημά του, το ονομαζόμενο «μπαχτσίς».

Κατόπιν βγήκε από το σπίτι η κυρία Ανδρομάχη κρατώντας ένα δώρο για τον γαμπρό της, το οποίο και έδωσε στα χέρια του, παίρνοντας από τη μέση του τις δεμένες πίτες, που ήταν το δικό του δώρο για εκείνη.

Ο κόσμος άρχισε να χορεύει και ο γαμπρός μαζί με τον κουμπάρο και τους γέροντες πήγε μέσα στο σπίτι της νύφης καταφέρνοντας να αποσπάσει ένα δίσακκο από τον κόσμο με πολύ δυσκολία και μικροαντιρρήσεις. Το περιεχόμενο εκείνου του δίσακκου ήταν πίττες, μεζέδες, ρούχα της νύφης και τσίπουρο, το οποίο αποκαλούσαν «αλεπό».

-Ο «αλεπός» έφυγε! φώναξε κάποιος από το σόι της νύφης.

-Ε.κόσμε.βρήκα τον «αλεπό», φώναξε ένας άλλος και διασκεδάζοντας ήπιαν όλοι μαζί τσίπουρο από την κοιλιά του «αλεπού», ενώ ο κόσμος διασκέδαζε έξω χορεύοντας, τρώγοντας και πίνοντας από τις ετοιμασίες της νύφης.

Ο παπα-Γιώργης πήρε τα ρούχα της νύφης κι αφού τα ευλόγησε, τα έδωσε στον κουμπάρο, ο οποίος με τη σειρά του τα έδωσε στη νύφη να τα φορέσει.

Εκείνη ήταν κρυμμένη στην κάμαρά της. Ο παπα-Γιώργης πήγε κατόπιν να την πάρει και την έφερε έξω στον γαμπρό. Η στέψη έγινε στο σπίτι της νύφης σύμφωνα με την παλιά παράδοση της Πατρίδας. Μόλις τελείωσε η στέψη, ο κουμπάρος φώναξε:

-Ελάτε φίλοι και συγγενείς! Η νύφη θέλει δώρα!

Η νονά της νύφης κρατούσε μπροστά από τη νύφη ένα δίσκο κι ο κουμπάρος φώναξε πάλι:

-Η νύφη δεν τρώει!…. Δώρα θέλει!…

Οι οργανοπαίχτες έπαιξαν έναν καθιερωμένο σκοπό για το «χάρισμα» των δώρων και πήγαν όλοι οι παρευρισκόμενοι να χαιρετήσουν τους νεόνυμφους και να τους χαρίσουν χρήματα. Αμέσως μετά ακολούθησε το «θύμισμα».

Ο γαμπρός και η νύφη μαζί με τα «μονοστέφανα» ζευγάρια μπήκαν στο χορό τραγουδώντας. Ακολούθησε γλέντι τρικούβερτο μέχρι το πρωί, αλλά ο γάμος ακόμη δεν τελείωνε, επειδή είχε και τα «μεθεόρτια», γιορτές δηλαδή που συνεχίζονταν τις επόμενες μέρες μετά τον γάμο.

Όταν πλέον θα τελείωναν όλες οι διαδικασίες του γάμου, οι νεόνυμφοι απερίσπαστοι πια θα έκαναν μια νέα ζωή δημιουργώντας το νοικοκυριό τους με σκοπό να προκόψουν στην οικογενειακή τους ζωή.

-Ο Θεός να τους φυλάει και να τους έχει πάντα καλά! Να μας ζήσουν γυναίκα! Να τους χαιρόμαστε! μουρμούρισε την ευχή του ο κύριος Νικήτας σκουπίζοντας τα δάκρυα του.

-Να μας ζήσουν, Νικήτα! είπε η Ανδρομάχη και ξέσπασαν κι οι δυο τους σε κλάματα συγκίνησης και χαράς.

-Ε, συμπεθεριά! Να μας ζήσουν τα παιδιά! φώναξε ο κύριος Νικήτας τους συμπεθέρους του κι αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί συγκινημένοι χορεύοντας και γελώντας.

Ο Ορφέας και ο Παντελής κοιτούσαν τα δυο κορίτσια με τα χρωματιστά μαντίλια στους ώμους τους να τρέχουν μεθυσμένα γελώντας πίσω από τους βράχους κατά το ξωκλήσι του Αγίου Παντελεήμονα, βάζοντας τους τις φωνές να τρέξουν κι εκείνοι ξοπίσω τους. Ο μισομεθυσμένος Παντελής τις κοιτούσε ελαφρώς εκστασιασμένος, αλλά τον συνέφερε η φωνή του Ορφέα:

-Αρκετή μπύρα ήπιες, νιάνιαρο! Θα πάμε στην καλύβα μας να σου κάνω ένα βουνίσιο τσάι να πιεις και να συνέλθεις.

Πως σας φάνηκε το άρθρο;
+1
0
+1
0
+1
0
Μοιραστείτε αυτό το άρθρο