Επειτα από τέσσερα χρόνια που έχει να δει το χρώμα των αγορών, η ΔΕΗ ετοιμάζεται να κάνει ξανά το μεγάλο βήμα.
Στον απόηχο της έκδοσης του ελληνικού 7ετούς ομολόγου με το “τσιμπημένο” πάντως επιτόκιο 3,5%, η ΔΕΗ έχει βάλει μπροστά το εγχείρημα εξόδου της στις αγορές, και μάλιστα “το συντομότερο δυνατό”, όπως προανήγγειλε ο επικεφαλής της Μ.Παναγιωτάκης, κατά την προ ημερών εκδήλωση για την κοπή της πρωτοχρονιάττικης πίτας.
Τα ερωτήματα φυσικά είναι πολλά. Οταν το Δημόσιο πετυχαίνει επιτόκιο 3,5%, το οποίο είναι “αλμυρό” για τα δεδομένα της ευρωζώνης, τι μπορεί να αναμένει η ΔΕΗ, της οποίας το αξιόχρεο έχει την ίδια πιστοληπτική διαβάθμιση, αλλά τη συνοδεύουν τόσες πολλές παθογένειες ;
Μάλλον ένα υψηλότερο επιτόκιο, είναι η απάντηση των αναλυτών στους οποίους απευθύνθηκε το “Energypress”. Κι αυτό γιατί η ΔΕΗ συγκεντρώνει όλα τα μειονεκτήματα του Δημοσίου, έχει το ίδιο rating, συν το γεγονός ότι είναι υπερδανεισμένη, έχει αναιμικούς δείκτες τζίρου και κερδοφορίας, το αγκάθι των ανείσπρακτων λογαριασμών, και προβλήματα με τις αποτιμήσεις παγίων.
Κυρίως όμως οδεύει λόγω μνημονίου προς αναγκαστική σμίκρυνση, δίχως ακόμη να έχουν διαφανεί τα πρώτα οφέλη από τις πρωτοβουλίες εξωστρέφειας. Οταν αυτό συμβεί, και οι συνεργασίες τις οποίες έχει αναγγείλει αρχίσουν να αποδίδουν καρπούς, τότε τα πράγματα ίσως αλλάξουν. Προς το παρόν όμως, οι συνομιλητές μας θα έβλεπαν ως εξαιρετικά δύσκολο να πετύχει ένα επιτόκιο 3,5%.
Ναι μεν, οι εκδόσεις άλλων ελληνικών εταιρειών, όπως για παράδειγμα του Τιτάνα είχαν ξεκινήσει με επιτόκιο 8% τη περίοδο 2012-2013, και σήμερα έχουν πέσει στο 2,7%, ωστόσο η ΔΕΗ δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά εξωστρέφειας.
Η τελευταία φορά που η ΔΕΗ είδε το χρώμα των αγορών ήταν η 30η Απριλίου 2014, όταν η επιχείρηση είχε καταφέρει να αντλήσει 700 εκατ ευρώ, συγκεντρώνοντας προσφορές που είχαν υπερκαλύψει την έκδοση κατά έξι φορές.
Αν και η υπερκάλυψη είχε συνδεθεί με την πρόσφατη τότε έξοδο στις αγορές του ελληνικού Δημοσίου, με το σκεπτικό ότι η Ελλάδα γυρίζει σελίδα, στην πραγματικότητα δεν θα ήταν τόσο μεγάλη αν τα επιτόκια δεν ήταν τόσο δελεαστικά. Είχαν τότε κυμανθεί σε 4,5% και 5,5%, επίπεδα δυσεύρετα για την εποχή, γι’ αυτό και προσέλκυσαν τόσο μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Τότε λοιπόν η επιχείρηση είχε αντλήσει από τις ξένες αγορές 700 εκατ ευρώ μέσω του εταιρικού της ομολόγου, αντί για 500 εκατ. ευρώ της αρχικής έκδοσης, με τη συνολική προσφορά να ανέρχεται στα 3 δισ. ευρώ.
Είχε συγκεκριμένα “σηκώσει” 200 εκατ. ευρώ μέσω ενός 3ετούς ομολόγου (λήξεως το 2017) με επιτόκιο 4,75%, και 500 εκατ. ευρώ μέσω ενός 5ετούς ομολόγου (λήξεως το 2019) με επιτόκιο 5,5%.
Η υπερκάλυψη της έκδοσης μέσω της μεγάλης ανταπόκρισης, και η επίτευξη επιτοκίων αρκετά κάτω του 6%, όπως αναμενόταν αρχικά, είχε αποτελέσει, σύμφωνα με δηλώσεις ξένων αναλυτών στο πρακτορείο Bloomberg, μια ακόμη ένδειξη (μετά και την πρόσφατη έκδοση του ομόλογου του Δημοσίου) ότι η ελληνική οικονομία άρχιζε να γυρίζει σελίδα, και να ανακτά σταδιακά αξιοπιστία.
Στην πραγματικότητα, εφόσον η ΔΕΗ βγει πράγματι στις αγορές και καταφέρει να πετύχει ένα επιτόκιο κοντά στο 3,5% του ελληνικού Δημοσίου, θα είναι ακριβώς επειδή οι επενδυτές γνωρίζουν ότι τα επόμενα χρόνια, κάθε της κίνηση, θα συνοδεύεται από ένα αυστηρό πλαίσιο εποπτείας. Δηλαδή ότι ταυτόχρονα με την υποχρεωτική σμίκρυνσή της, η επιχείρηση θα υποχρεούται να αντιμετωπίσει το βραχνά των ανεξόφλητων λογαριασμών, βελτιώνοντας την εισπραξιμότητά της, να μειώσει τις δαπάνες της, να αυξήσει την κερδοφορία της, και να γίνει πιο εξωστρεφής.
Ισχύει δηλαδή ότι ακριβώς και για την περίπτωση του ελληνικού Δημοσίου, όπου οι αγορές υποδέχτηκαν με θέρμη το ελληνικό ομόλογο, ακριβώς επειδή ξέρουν ότι η επόμενη ημέρα της Ελλάδας θα συνοδεύεται από δεσμεύσεις. Οχι επειδή πιστεύουν ότι η οικονομία της χώρας ξαφνικά απογειώθηκε.