Optika Anagnostis ptolemaida Reggia Ptolemida Pizzaria iek voltetors butterflys ptolemaida

Κεφαλαιώδης ο ιστορικός ρόλος της Ρωσίας στο Ανατολικό ζήτημα και στα Βαλκάνια (της Παρθένας Τσοκτουρίδου)

27λ ανάγνωσης
Μελοποιήθηκε το ποίημα "Έρωτας στο Μπορντώ" της Παρθένας Τσοκτουρίδου από τη μουσουργό Ελευθερία Μεταξά (βίντεο)

Κεφαλαιώδης ο ιστορικός ρόλος της Ρωσίας στο Ανατολικό ζήτημα και στα Βαλκάνια (της Παρθένας Τσοκτουρίδου)

Το 1774 με τη Συνθήκη Καϊναρτζή και  το 1792  με τη Συνθήκη Ιασίου, η Ρωσία έγινε προστάτιδα των χριστιανών της Τουρκίας, προσελκύοντας συχνά μεταναστευτικά ρεύματα από όλο τον Τουρκοκρατούμενο Ελληνισμό και κυρίως από τον Πόντο. Τότε ιδρύθηκε και η Οδησσός (1789) και το 1814 έγινε η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό της Ρωσίας.

Ακολούθησε κοινωνική αναστάτωση και οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου έγιναν θύματα βίαιων αντιδράσεων, φυλακίσεων και βασανιστηρίων σε όλη τους την ένταση. Με βάση το νεοτουρκικό σύνταγμα στρατεύονταν υποχρεωτικά όλοι οι ανδρικοί πληθυσμοί της αυτοκρατορίας, ηλικίας 20-60 χρόνων, ανεξάρτητα από θρησκεία, με αποτέλεσμα το πληθωρικό μεταναστευτικό ρεύμα προς τον Καύκασο, τη Ν. Ρωσία και την Ελλάδα, στο μετά το 1910 και ως την Ανταλλαγή διάστημα.

Σ’ όλη την Ασία και τη Μέση Ανατολή αποκαλούσαν τους Έλληνες Ίωνες Γιοβάν, που μεταπλάστηκε αργότερα σε Γιουνάν, γιατί η γνωριμία των λαών αυτών έγινε με τους Έλληνες της Ιωνίας. Η πολιτιστική ακτινοβολία της Ιωνίας προς τη Μέση Ανατολή και του Πόντου προς τον Εύξεινο και τις Ρωσικές χώρες υπήρξε κεφαλαιώδης στα αρχαία χρόνια και συνεχίστηκε επάξια στα βυζαντινά χρόνια από τη βυζαντινή αυτοκρατορία, που συμπλήρωσε και ολοκλήρωσε τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό με τη χριστιανική θρησκεία.

Επαναστατικά κινήματα των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατία επικρατούν με πολλές αποτυχίες και διαψεύσεις των ελπίδων τους, που στήριξαν στους ξένους (Ρωσία, Γαλλία) για την ελευθερία της πατρίδας μας. Έτσι αποφασίζουν να στηριχτούν μόνο στους εαυτούς τους και ιδρύουν διάφορες εταιρείες: Τη Φιλόμουση Εταιρεία στη Βιέννη (1812) και τη Φιλική Εταιρεία στην Οδησσό (1814), η οποία ιδρύθηκε με ένα συγκεκριμένο καθαρό πολιτικό στόχο, «την απελευθέρωση της Πατρίδας», ένα στόχο που επρόκειτο να επιτευχθεί με ένοπλο αγώνα. Ιδρυτές της: Εμμανουήλ Ξάνθος, Νικόλαος Σκουφάς, Αθανάσιος Τσακάλωφ και την Πατριωτική Εταιρεία στην Κέρκυρα κ.α. Εκατοντάδες χιλιάδες μέλη συμπεριλαμβάνονται στην Φιλική Εταιρεία με σκοπό τους την απελευθέρωση της Ελλάδας με τα όπλα και τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Έτσι έχουμε την Επανάσταση στη Μολδοβλαχία (22/2/1821), την Επανάσταση στην Πελοπόννησο (21/3/1821) και κατόπιν γενίκευση της Επανάστασης σε όλη την Ελλάδα. Οι Έλληνες μάχονται δια ξηράς και θαλάσσης σημειώνοντας σημαντικές νίκες, μα και ήττες μεγάλες.

Το 1974-80 η παλιννόστηση Ελλήνων προσφύγων από Ρωσία συνεχίζεται με έντονους ρυθμούς. Και τα έτη 1989-1999 νέα μεγάλη μετανάστευση Ελληνοποντίων από τις Ρωσικές δημοκρατίες δημιουργείται μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τον εμφύλιο πόλεμο στη Γεωργία.

Κατά το 1820 είχαν φθάσει οι Έλληνες της Σμύρνης στο σημείο να πάρουν στα χέρια τους ολόκληρο το εμπόριο. Η Ελληνική Επανάσταση και οι φοβερές της για τον εδώ Ελληνισμό συνέπειες, οι σφαγές, ο οικονομικός μαρασμός και η μετανάστευση των περισσότερων τους άφησαν τα πόστα που τα κατείχαν εκείνοι και πάλι στα χέρια των Ευρωπαίων. Ωστόσο μετά την πτώση των Γιανιτσάρων (1826) επέστρεψαν οι Έλληνες και πάλι στις παλιές τους θέσεις και ανασύνδεσαν τις δουλειές τους που είχαν διακοπεί από το 1821. Η ανεξαρτησία της Ελλάδος θα έχει σαν συνέπεια την ηγεμονία των Ελλήνων στο εμπόριο της Σμύρνης. Οι Έλληνες έμποροι θα παραμερίσουν για χίλιους τοπικούς λόγους τους Ευρωπαίους από την Ανατολή και μόνο το ρωσικό εμπόριο θα μπορέσει να κρατηθεί δίπλα στα ελληνικά και να επεκταθεί στο μεσογειακό χώρο.

Το 1829 γίνεται η Συνθήκη Ανδριανούπολης (μεταξύ Τουρκίας-Ρωσίας), μετά τον Α΄ Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Οι Ρώσοι αποχωρούν από τον Ανατολικό Πόντο και την περιοχή Αργυρούπολης, ακολουθούμενοι από 2.000 περίπου οικογένειες χριστιανών, οι οποίοι για να αποφύγουν τη εκδικητική μανία των Τούρκων, αναζητούν καταφύγιο στον Καύκασο, ενισχύοντας σημαντικά τους εκεί ελληνικούς οικισμούς.

Από 1853-56 γίνεται ο Κριμαϊκός Πόλεμος. Η Ρωσία αντιμετωπίζει στην περιοχή της Σεβαστούπολης τις δυνάμεις Αγγλίας, Γαλλίας, Τουρκίας και Πεδεμοντίου. Οι Ρώσοι νικιούνται, παρά τη συμμετοχή και ενός τάγματος από Έλληνες εθελοντές της Κριμαίας. Ο πόλεμος θεωρήθηκε ευκαιρία από την ελληνική κυβέρνηση για το ξέσπασμα απελευθερωτικών επαναστάσεων στις αδούλωτες περιοχές, αλλά οι Tούρκοι τις κατέπνιξαν με τη βοήθεια των Αγγλογάλλων.

Οι Πόντιοι αντιστέκονται στον εκτουρκισμό με οργανωμένες κινητοποιήσεις φανερώνοντας την ορθόδοξη χριστιανική τους πίστη στα χρόνια που ακολούθησαν. Ιδρύθηκε το 1863 η επισκοπή Ροδοπόλεως, με έδρα τη Λιβερά, καθώς και η Βερναρδάκειος σχολή, στο χωριό Κοντού της Ζούζας, από τον εγκατεστημένο στη Ρωσία μεγαλέμπορο Δημ. Βερναδάκη

Στα έτη 1865-1877 τα Τουρκικά αντίποινα στις κινητοποιήσεις των κρυπτοχριστιανών του Πόντου εξωθούν χιλιάδες χριστιανών (κρυφών και φανερών) στην αναγκαστική έξοδο και καταφυγή σε Καύκασο και Ν. Ρωσία.

Το 1877-1878 γίνεται ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος – Συνθήκη Αγ. Στεφάνου. Ανοίγει η φάση των μαζικών κινητοποιήσεων ελληνικών πληθυσμών από τον Πόντο προς τις περιοχές Καρς, Αρδαχάν και Βατούμ, οι οποίες περιέρχονται στην επικράτεια της τσαρικής Ρωσίας.

Το 1878, στο Συνέδριο του Βερολίνου,  η Τουρκία αναγκάζεται να παραχωρήσει στη Ρωσία τις περιοχές Βατούμ, Καρς και Αρδαχάν. Η νέα αυτή κατάσταση δρομολογεί τα συχνότερα και πυκνότερα μεταναστευτικά ρεύματα από περιοχές του ανατολικού Πόντου προς εγγύτερες αυτές ρωσοκρατούμενες περιοχές.

Το 1889 γίνεται η Α’ Γενοκτονία των Αρμενίων, το 1897 ξεσπά η Κρητική Επανάσταση, γίνεται ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος και η Συνθήκη της Κων/πόλως.

Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), η περίοδος σημαδεύεται από θηριώδεις καταστροφές των ελληνικών πληθυσμών με αθρόες σφαγές, διώξεις και πυρπολήσεις ολόκληρων πόλεων και χωριών. Κάπου 85.000 Έλληνες του Πόντου κατέφυγαν στον Καύκασο και στη Ν. Ρωσία.

Με το τέλος του πολέμου οι σύμμαχοι και η Ελλάδα εισήλθαν στην Κων/πολη. Στην Κίο και στην γύρω περιοχή, επειδή δρούσαν Τούρκοι αντάρτες, τσέτες, με την βοήθεια του Αγγλικού στόλου, εκδιώχθηκαν και η Κίος παραδόθηκε στον ελληνικό στρατό στις 25 Ιουλίου 1920, με Διοικητή τον Συνταγματάρχη Δ. Σαμαρτζή. Η υποδοχή ήταν μεγαλειώδης και ενθουσιώδης, όλος ο λαός με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Νίκαιας και αργότερα Οικουμενικό Πατριάρχη Βασίλειο Γ΄ και τον Δήμαρχο Α. Πινάτση, υποδέχτηκαν τον ελληνικό στρατό, ψάλλοντες όλοι αντί άλλου το «Χριστός Ανέστη».

Δυστυχώς ο εθνικός διχασμός και ο συμμαχικός εμπαιγμός οδήγησαν στην αποτυχία της ενδοξότατης εκστρατείας του στρατού μας στην Μ. Ασία και την εθνική συμφορά. Έγινε κάποια προσπάθεια αυτονόμησης της παραλιακής ζώνης με σκοπό να διασωθούν οι κάτοικοι και να μην ξεριζωθούν από τις εστίες τους. Η τότε Σοβιετική Ένωση προσφέρθηκε να μεσολαβήσει ανάμεσα στην Ελλάδα και Τουρκία, αλλά δυστυχώς η Βασιλική Κυβέρνηση της υποτέλειας απαξίωσε και να απαντήσει στη Ρωσική μεσολάβηση. Άδικα ξεκίνησε η «Άμυνα» τόσο στη Σμύρνη όσο και σε κάθε πόλη της Μικρασίας. Στην Κίο έγινε μεγάλη συγκέντρωση με συμμετοχή και τούρκικων κατοίκων των πέριξ χωριών που χαιρετούσαν την αυτονομία της Μικρασίας.

Ύστερα από το 1οΠαμποντιακό Συνέδριο της Μασσαλίας (Φεβρ. 1918), με Πρόεδρο τον Κων/νο Κων/νίδη, μπαίνουν οι βάσεις και δρομολογούνται οι ενέργειες για την αναγνώριση της Δημοκρατίας του Πόντου, μέσα στα πλαίσια της διακήρυξης των Μεγάλων της εποχής «περί αυτοδιαθέσεως των λαών». Έτσι, το Μάρτιο του 1919 συγκροτείται στο Βατούμ το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου, η άτυπη δηλ. και εξόριστη κυβέρνηση, με επίσημο δημοσιογραφικό όργανο την εφημερίδα «Ελεύθερος Πόντος». Ταυτόχρονα  συγκροτήθηκε και η Εθνοσυνέλευση του Πόντου από 60 εκλεγμένα μέλη, τα οποία εκπροσωπούσαν τον οργανωμένο Ποντιακό Ελληνισμό της Ν. Ρωσίας και του Καυκάσου, αλλά και τον Ελληνισμό των έξι (6) μητροπολιτικών επαρχιών του Πόντου (Κολωνίας, Χαλδείας, Ροδοπόλεως, Τραπεζούντος, Νεοκαισαρείας, Αμάσειας). Τελικά, το κίνημα για την ανεξαρτησία του Πόντου έμεινε ως όραμα και πολιτικός σχεδιασμός. Δεν προωθήθηκε στην πράξη, γιατί αυτή ήταν η βούληση των Μεγάλων.

Το 1923 οι πρόσφυγες Έλληνες της Μικρασίας μεταφέρονται και εγκαθίστανται στην Ελλάδα, ιδίως στη Μακεδονία και Θράκη.

Το 1939 κύμα προσφύγων καταφθάνει στην Ελλάδα μετά από τις μεγάλες σταλινικές διώξεις στη Ρωσία. Το 1965 επίσης μεγάλο ρεύμα Ελλήνων της Ρωσίας προς την Ελλάδα.

Αναφερόμαστε, τώρα, στο Ανατολικό ζήτημα, το οποίο ονομάστηκε έτσι, λόγω της πολύπλοκης πολιτικής κατάστασης και του συνόλου των διπλωματικών και στρατιωτικών συγκρούσεων, που σαν αποτέλεσμα είχαν τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Ρωσίας, Αυστρίας και Γερμανίας αργότερα), για τη μελλοντική τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Τουρκίας).

Οι Μεγάλες Δυνάμεις επιδίωκαν την εξασφάλιση προνομίων και κυριαρχικών θέσεων στην Τουρκία, απόσπαση περιοχών, σπουδαίων από οικονομική και στρατηγική άποψη, έλεγχο των στενών του Εύξεινου Πόντου και των οδικών δικτύων που οδηγούν στην Ανατολή ή τη διατήρηση της ακεραιότητας της Τουρκίας, ανάλογα κάθε φορά με τα συμφέροντά τους.

Χρονολογικά, το Ανατολικό ζήτημα πήρε την τελική μορφή του και εμφανίστηκε το 1774, μετά την υπογραφή της Ρωσοτουρκικής Συνθήκης του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή, που ήταν αποτέλεσμα της ήττας της Τουρκίας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-74. Με τη Συνθήκη αυτή, η Ρωσία αποχτούσε το δικαίωμα να προστατεύει τους χριστιανικούς πληθυσμούς στις περιοχές που κατείχαν οι Τούρκοι και ακόμα, επιτρεπόταν η ελεύθερη διέλευση του στόλου της από τα στενά του Εύξεινου Πόντου. Έτσι, ενισχύονταν αισθητά η Ρωσική επίδραση και η επιρροή στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο και γενικότερα στη Μεσόγειο.

Η εμφάνιση της Ρωσίας στα Βαλκάνια και στο Αιγαίο ήταν αντίθετη με τα συμφέροντα της Αγγλίας και της Γαλλίας, γιατί η καθεμιά από αυτές διεκδικούσε προνομιούχα θέση στην περιοχή αυτή.

Με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή άρχισε μια φάση του Ανατολικού ζητήματος, η οποία συνεχίστηκε ως τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854-1856). Στη φάση αυτή το Ανατολικό ζήτημα περιπλέχτηκε πάρα πολύ με τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες των υπόδουλων πληθυσμών της Βαλκανικής, στους οποίους, άλλοτε κρυφά και άλλοτε φανερά υποστήριζε η Ρωσία, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις τους καταδίκαζαν στο σύνολο τους, με αποτέλεσμα να περιπλέκεται περισσότερο η πολιτική τους.

Το 1798 έγινε ανεξάρτητο το Μαυροβούνιο και η Σερβία απόχτησε αυτονομία.  Το 1821 η Επανάσταση στην Ελλάδα, την οποία καταδίκασαν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Όμως, το ρεύμα του φιλελληνισμού ισχυροποιήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα, γεγονός που υποχρέωσε τις Μεγάλες Δυνάμεις, το 1827, να συνάψουν τριπλή συμμαχία (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία), η οποία θα αναλάμβανε τη μεσολάβηση ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα, για τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Η Τουρκία αρνήθηκε να δεχτεί τις προτάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και αυτό οδήγησε στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, τέλος, σημαίνει την ελευθερία της Ελλάδας, έργο που αναλαμβάνει να ταχτοποιήσει η Διπλωματία με την υπογραφή του Πρωτόκολλου (10/3/1829). Στη Ναυμαχία εκείνη επεμβαίνουν οι Μεγάλες Δυνάμεις: Αγγλία (ο Κόδριγκτον) – Γαλλία (ο Δεριγνύ) – Ρωσία (ο Χέυδεν), οι οποίες συγκρούονται με τον Τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Η θλιβερή περίοδος σκλαβιάς των τεσσάρων αιώνων των Ελλήνων τερματίζει πλέον και τη διαδέχεται μια νέα ελεύθερη ζωή και ένας καινούριος πολιτισμός.

«Οι δούλοι μόνο με την αυτοθυσία τους μπορούν να γίνουν ελεύθεροι και το πνεύμα νικάει την ύλη», είναι το δίδαγμα σε όλους τους λαούς της γης που έδωσαν οι Έλληνες με τον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα του 1821.

Ακολούθησαν ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος και η Συνθήκη της Ανδριανούπολης (1829), με την οποία επιβλήθηκε στην Τουρκία η αναγνώριση της ελληνικής αυτονομίας. Αργότερα (1830), με τη Συνθήκη του Λονδίνου, η Ελλάδα αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος με βόρεια σύνορα τη γραμμή από τον Παγασητικό ως τον Αμβρακικό Κόλπο (η Αγγλία επέμενε στη γραμμή του Ισθμού της Κορίνθου). Τα κράτη αυτά συνέχισαν τους απελευθερωτικούς αγώνες, γιατί πολλές περιοχές τους βρίσκονταν ακόμα σκλαβωμένες. Οι Μεγάλες Δυνάμεις καταδίκασαν πολλές φορές αυτούς τους αγώνες και προσπάθησαν να διατηρήσουν την εξασθενημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Σε κάθε σφαγή των Χριστιανών από τους Τούρκους αρκούνταν να συμβουλευτούν μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ποτέ δεν πραγματοποιούνταν. Στο μεταξύ συνεχιζόταν η εξασθένιση της Τουρκίας και παράλληλα συνεχιζόταν και ο ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων.

Η επιρροή της Ρωσίας στα Βαλκάνια που αυξανόταν συνεχώς, οδήγησε την Αγγλία και τη Γαλλία σε συμμαχία με την Τουρκία, με αποτέλεσμα τον Κριμαϊκό Πόλεμο εναντίον της Ρωσίας (1854-56). Στον πόλεμο αυτό η Ρωσία νικήθηκε και με τη Συνθήκη του Παρισιού (1856) έχασε τη δύναμη και την επιρροή της στα Βαλκάνια και τα στενά του Εύξεινου Πόντου έγιναν ουδέτερα.

Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, άρχισε νέα φάση στο Ανατολικό ζήτημα, από την οποία έλειπαν η Ρωσική επιρροή και επίδραση. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, στη φάση αυτή, ανέλαβαν την υποχρέωση να εγγυηθούν την ακεραιότητα της Τουρκίας. Γι’ αυτό, κάθε απόπειρα απελευθέρωσης των υποδουλωμένων λαών ήταν καταδικασμένη. Το 1857 άρχισε μια άλλη φάση του Ανατολικού ζητήματος με την εξέγερση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης και στη συνέχεια, της Βουλγαρίας.

Η Ρωσία, που επωφελήθηκε από το Γαλλογερμανικό πόλεμο (1870-71), για να απαλλαγεί από τους περιοριστικούς όρους της Συνθήκης του 1856, άρχισε να κινείται με εξαιρετική διπλωματική δραστηριότητα. Στο μεταξύ η Σερβία και το Μαυροβούνιο τάχτηκαν εναντίον της Τουρκίας.

Ο πόλεμος αυτός οδήγησε στην ήττα της Σερβίας και στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Τουρκία υποσχέθηκε μεταρρυθμίσεις που όμως δεν εφάρμοσε ποτέ. Αυτό οδήγησε σε νέο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-78), όπου οι Ρώσοι σημείωσαν μεγάλες επιτυχίες κι έφτασαν κοντά στην Κων/πολη, όπου σταμάτησαν την προέλαση τους, ύστερα από την επέμβαση της Αγγλίας. Στην αρχή υπογράφηκε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Μάρτιος 1878), με την οποία δημιουργούνταν μεγάλη Βουλγαρική ηγεμονία με διέξοδο στο Αιγαίο και στον Εύξεινο Πόντο, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των υπόλοιπων Βαλκανικών λαών, αλλά κυρίως των Μεγάλων δυνάμεων. Τελικά, αποφασίστηκε η σύγκληση Ευρωπαϊκού Συνεδρίου στο Βερολίνο (1878), στο οποίο η Ρωσία βρέθηκε απομονωμένη.

Στα τέλη του 19ουαι. αρχές του 20ου αι. το Ανατολικό ζήτημα πέρασε σε νέα φάση. Αυτή η φάση είχε ως κύριο χαρακτηριστικό το αλληλοφάγωμα των γειτονικών λαών της Βαλκανικής. Το σπαραγμό αυτό μεθόδευαν και κλιμάκωναν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Βασικό πρόβλημα, στη φάση αυτή, είναι το λεγόμενο «Μακεδονικό», που ταλαιπώρησε τους Βαλκανικούς λαούς. Στο μεταξύ, η προσάρτηση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης από την Αυστρία και οι επιδιώξεις της για οικονομική επικράτηση στη Μακεδονία δημιούργησαν δυσαρέσκειες εναντίον της στις: Σερβία, Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρωσία και παράλληλα συντέλεσαν στη προσέγγιση των Βαλκανικών Κρατών για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού. Η προσέγγιση αυτή ενισχύθηκε με τη Συμφωνία Ρωσίας, Γαλλίας και Αγγλίας εναντίον της Γερμανίας. Το όλο κλίμα ήταν ευνοϊκό και οδήγησε σε συνεννόηση της Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας εναντίον της Τουρκίας.

Σε απόρρητη έκθεση του, που επέδωσε τον Σεπτέμβριο του 1821 στον Τσάρο Αλέξανδρο ο Γραμματέας της ρωσικής πρεσβείας στην Κων/πολη Σεργκέι Ιβάνοβιτς Τουργκένιεφ, συγγενής του ομώνυμου Ρώσου λογοτέχνη, περιγράφει κι αυτός τις τρομακτικές σφαγές και το μαρτύριο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Γράφει:

«Ο Οικουμενικός Πατριάρχης απαγχονίστηκε μπροστά στο Μεγάλο Βεζύρη, που κάπνιζε το τσιμπούκι του κατά την επαίσχυντη εκτέλεση. Και ο απαγχονισμός είναι ποινή που επιφυλάσσεται στους πιο χυδαίους εγκληματίες. Ακόμα και στα τουρκικά χρονικά δεν αναφέρεται πουθενά παρόμοια μεταχείριση Πατριάρχη (…)

«Ενώ τον οδηγούσαν στο μαρτύριο, μερικοί Έλληνες έτρεξαν κοντά του και ζήτησαν την ευλογία του. Μη μπορώντας να υψώσει τα χέρια που ήταν δεμένα, τους ευλόγησε προφορικά. Μίλησε για τη συμφορά του και τους παρακίνησε να δείξουν υπομονή και κυρίως να μην απαρνηθούν την άγια θρησκεία, που για χάρη της τραβούσε στο θάνατο (…)

Η δε απάντηση της Υψηλής Πύλης στο ρωσικό τελεσίγραφο για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ αποσπασματικά ήταν η εξής: (Απ. Δασκαλάκη, Κείμενα – Πηγαί της Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως τ. Α΄, 1967, σ. 162):

«Ο Πατριάρχης, φανερός  αρχηγός του έθνους του, ήτο συγχρόνως ο μυστικός άρχοντας της συνωμοσίας. Η πλειονότης των ραγιάδων των εγκατεστημένων εις τα μέρη ένθα εξέδωκε τα αναθέματα του, μακράν του να παραμείνουν πιστοί υπήκοοι, υπερέβησαν τους άλλους εις την ανταρσίαν. Ούτω μεταξύ άλλων, εις τα Καλάβρυτα, κώμην του Μωρέως, πρώτοι οι ραγιάδες εξηγέρθησαν, εφόνευσαν πλείστους Μουσουλμάνους και διέπραξαν μυρίας βιοπραγίας και φρικαλεότητας. Η Υψηλή Πύλη εβεβαιώθη ότι ο Πατριάρχης έλαβεν ενεργόν μέρος εις την συνωμοσίαν και ότι η εξέγερσις των ραγιάδων των Καλαβρύτων ήτο έργον ιδικόν του, όπως και άλλων υποκινητών, πρώτον εκ των εγγράφων τα οποία έπεσαν εις τας χείρας της και δεύτερον εξ αυτών των δηλώσεων μερικών υπηκόων εκ του Ελληνικού έθνους, οι οποίοι παρέμειναν πιστοί εις τα καθήκοντά των».

Όσο για τον ρόλο των Ποντίων Υψηλαντών στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 τονίζουμε τα εξής:

Παρακινητής πρώτος κι εμπνευστής της ιδέας της απελευθερώσεως της Ελλάδας από του Τουρκικό ζυγό υπήρξε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792-1828), αξιωματικός του Ρωσικού στρατού, που πήρε και το βαθμό του στρατηγού.

Διοργανώνει τη Φιλική Εταιρία και γίνεται αρχηγός της Μεγάλης μυστικής Εθνικής Οργανώσεως κι αρχίζει τη δραστηριώδη δράση του. Αργότερα, ρίχνεται στον αγώνα του 1821 πολεμώντας σαν αρχιστράτηγος πρώτος στη γραμμή.

Ο αδερφός του Δημήτριος (1793-1832) είχε καταταγεί στο ρωσικό στρατό και είχε προαχθεί στο βαθμό του λοχαγού στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης. Ανέλαβε να αντιπροσωπεύσει τον αδερφό του Αλέξανδρο στην Πελοπόννησο ως «Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής» φέρνοντας μαζί του 3.000.000 γρόσια – προσφορά της οικογένειας του στον αγώνα – με σκοπό να συντονίσει τις πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις του τόπου, να συγκροτήσει τακτικό στρατό στην Πελοπόννησο, να οργανώσει το στόλο και κυρίως να θέσει την επανάσταση κάτω από ενιαία και ισχυρή στρατιωτική και πολιτική ηγεσία.

Όταν ο Δημήτριος δέχτηκε με ιδιαίτερη οικειότητα τον Παπαφλέσσα, τον Αναγνωσταρά και τον Κολοκοτρώνη, ήρθε σε μεγάλη ρήξη με τους προκρίτους, οι οποίοι αντέδρασαν εναντίον του. Είχε όμως συμπαράσταση από τους τρεις φίλους του (αρχιστράτηγος από τους προκρίτους διορίστηκε ο Κολοκοτρώνης και τον δέχτηκαν με ενθουσιασμό κι οι επαναστάτες) και τον λαό και ανέλαβε αρκετές και σοβαρές επιχειρήσεις στον στρατιωτικό τομέα. Κατορθώνοντας να συνδυάσει τις στρατιωτικές του αρετές με τις προοδευτικές ιδέες του γαλλικού διαφωτισμού και τον ανώτερο χαρακτήρα του, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες κι ευγενέστερες μορφές του αγώνα του 1821.

Ας αναφερθούμε όμως στο πώς και γιατί δημιουργήθηκε η Εθνική Αντίσταση των Ποντίων:Ο ερχομός του Ι. Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδας  ήταν προσωπική επιτυχία του Θ. Κολοκοτρώνη και της πολιτικής του. Τόσο κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Καποδίστρια όσο και μετά τη δολοφονία του, ο Θοδωράκης άρχισε να παγιώνει την πολιτική του θέση στον τόπο, δεμένος με τη Ρώσικη πολιτική,  επιρροές της οποίας εμφανίστηκαν στον ελληνικό πληθυσμό της Ρωσίας, αλλά και του Ελλαδικού χώρου. Ας μη ξεχνάμε ότι οι Πόντιοι πρωτεργάτες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ο Αλέξανδρος και ο Δημήτριος Υψηλάντης, είχαν μεγάλες σχέσεις με τους Ρώσους Δεκεμβριστές. Η ίδια η «Φιλική Εταιρεία», η ψυχή και το μυαλό της ελληνικής εξέγερσης στην Πελοπόννησο, δημιουργήθηκε στην Οδησσό.

Η Ρωσική κατοχή  στις περιοχές του Πόντου (1914-1917) στάθηκε μια βαθιά ανάσα βοήθειας για όλους στους δύσκολους εκείνους χρόνους, που υπέφεραν από τους Κεμαλικούς Νεότουρκους αφάνταστα βασανιστήρια και ανείπωτα μαρτύρια, ακριβώς τότε στα χρόνια του Α΄ Παγκόσμιου  Πολέμου (1914-1918), τότε που το διαρκές φάσμα αγωνίας, φρίκης, τρόμου, θανάτου, πείνας και γύμνιας είχε καταντήσει αληθινή κόλαση. Τα μέτρα που πήραν οι Πόντιοι εναντίον των επιθέσεων Τούρκων τσετέδων και μπαζιποζούκων και η διαρκής Εθνική τους Αντίσταση, όμως, μαρτυρούν πως κάπου βαθιά στην καρδιά τους ο μεγάλος Γέροντας του Μοριά έκλαιγε την Ελλάδα, όπως τότε στην εκκλησιά της Παναγιάς στο Χρυσοβίτσι: «Παναγιά μου,  βοήθησε και τούτην την φορά τους Έλληνες δια να εμψυχωθούν».

Για τη Συνθήκη των Σεβρών ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έχει δηλώσει: «Η αξία των όρων της Συνθήκης εξηρτάτο από ένα μοναδικό στοιχείο. Αν ο Ελ. Βενιζέλος και οι στρατιώτες του κατόρθωναν να επιβληθούν επί του Κεμάλ, έχει καλώς. Εάν όχι, τότε έπρεπε να αναζητήσουμε καλύτερες λύσεις. Την ειρήνη με την Τουρκία, έπρεπε, δια να την επιβάλουμε, να κάνουμε πόλεμο. Τη φορά αυτή οι Σύμμαχοι θα τον διεξήγαγον δι’ εντολοδόχου».

Ιδού λοιπόν τα αρχικά αίτια της συμφοράς. Εντολοδόχος η Ελλάδα, η οποία στη συνέχεια αφέθη κρεμόνη από τους εντολείς Συμμάχους της, ιδιαίτερα από τη Γαλλία και την Ιταλία. Αξίζει να σημειωθεί η αρνητική στάση της Ιταλίας, παρά το γεγονός ότι ο δαιμόνιος πολιτικός μας είχε επιτύχει προγενέστερα μετά της Ιταλίας τη μυστική Συμφωνία Βενιζέλου – Τιττόνι (Ιούλιος 1919), που αφορούσε στο διαχωρισμό των εδαφών της Μ.Α. που θα περιήρχοντο στις αντίστοιχες χώρες (Ελλάδα – Ιταλία), στην παραχώρηση από την Ιταλία των υπ’ αυτής κατεχομένων νήσων του Αιγαίου, πλην της Ρόδου και στην υποστήριξη από μέρους της των αξιώσεων μας επί της Βορ. Ηπείρου. Κατά δόλιο τρόπο η Συμφωνία καταγγέλθηκε αργότερα (1922) από την Ιταλία, στο κορύφωμα της καταστροφής. Ιταλία και Γαλλία, αφού βρήκαν λύσεις στα εδαφικά ζητήματα τους, τις οποίες και κατοχύρωσαν σε Συμφωνίες με τον Κεμάλ (Συμφωνία Ρώμης Μαρτίου 1921 και Συμφωνία Αγκύρας Οκτωβρίου 1921 αντίστοιχα), στη συνέχεια τον εβοήθησαν σημαντικά κατά των Ελλήνων, όπως έκαμαν και οι Μπολσεβίκοι της κουμμουνιστικής πλέον Ρωσίας, οι οποίοι είχαν υπογράψει με τον Κεμάλ τη Συνθήκη της Μόσχας (Μάρτιος 1921). Η Ιταλία υπήρξε και θα παραμείνει ανταγωνίστρια μας στο χώρο των Βαλκανίων και δείγματα τούτου γευόμεθα και στις ημέρες μας. Οι προαναφερθείσες Συνθήκες και Συμφωνίες δεν απέφεραν στον Κεμάλ μόνο σημαντικό πολεμικό υλικό, αλλά του επέτρεψαν να αποσύρει στρατεύματα από τα βόρεια και νότια μέτωπα του και να τα προσανατολίσει έναντι των ελληνικών δυνάμεων αποκτώντας με την πάροδο του χρόνου την αριθμητική υπεροχή.

Αλλά, ωσάν να μην έφθανε το γεγονός ότι η Ελλάδα αφέθηκε μόνη, άνευ βοηθείας από τους Συμμάχους της,  έχασε και τον πρωτεργάτη της ιδέας. Το μεγάλο όραμα της Συνθήκης των Σεβρών έχασε το μεγάλο οραματιστή του.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι στην Έκθεση που κατέθεσε στον ΟΗΕ η Διεθνής Ένωση για τα δικαιώματα και την απελευθέρωση των λαών, αναφέρονται τα εξής, που μαρτυρούν τον ιστορικό ρόλο της Ρωσίας στο Ανατολικό ζήτημα και τις επιπτώσεις του :

  1. Οι πρώτες έξοδοι των Ποντίων ήταν συνδεδεμένες με τους Ρωσο-Οθωμανικούς πολέμους. Χιλιάδες πρόσφυγες φοβούμενοι τα αντίποινα που θα υφίσταντο με την επιστροφή των κατακτητών ακολουθούσαν την οπισθοχώρηση του Ρωσικού στρατού. Η εγκατάσταση των αρχικών ελληνικών ποντιακών κοινοτήτων στον Βόρειο Καύκασο και στην Γεωργία συμπίπτει με τους Οθωμανο-Ρωσικούς πολέμους του1828-1878-1853-1856 και 1877-1878. Ο ολικός όμως ξεριζωμός των Ποντίων από την πατρίδα τους έγινε το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα.
  2. Το1916 όταν η γενοκτονία των Αρμενίων ολοκληρώνονταν άρχισε η διαδικασία εξολόθρευσης των Ποντίων. Οι μέθοδοι ήταν οι ίδιοι: σφαγές, φρικαλεότητες, μαζική βία, συλλήψεις γυναικών και παιδιών, βίαιοι εξισλαμισμοί, πορείες θανάτου σε περιοχές  ξηρές κάτω από συνθήκες απάνθρωπες, πείνας, δίψας, ασθενειών, σήμαιναν ολική εξαφάνιση. Αυτά τα μέσα ονομάσθηκαν από τις αρχές «εκτοπίσεις» που πάρθηκαν για λόγους ασφάλειας. Αυτά τα γεγονότα αναφέρονται από τους επιβιώσαντες και πολλούς ξένους μάρτυρες επιβεβαιώνοντας την αποφασισμένη εξαφάνιση της Ποντιακής μειονότητας ως τέτοιας. Οι μάρτυρες είναι διπλωμάτες Γερμανοί και Αυστριακοί σύμμαχοι των Οθωμανών και γι’ αυτό το λόγο μη ευνοϊκοί προς τα θύματα (4). Μετά αυτά τα τραγικά συμβάντα δεκάδες χιλιάδες Ποντίων εγκατέλειψαν την πατρίδα τους κατά τη διάρκεια της οπισθοχώρησης του Ρωσικού στρατού προς την κατεύθυνση του Καυκάσου και της Ρωσίας.
  3. Ανάμεσα στο1916 και το 1923 περίπου 350.000 Πόντιοι εξαφανίσθηκαν λόγω των σφαγών, των διώξεων, των πορειών θανάτου. Ο πληθυσμός που επέζησε οδηγήθηκε προς την έξοδο. Χιλιάδες κατέφυγαν ως πρόσφυγες σε διάφορες χώρες όπως η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Περίπου 190.000 από τους επιζήσαντες έφθασαν στην Ελλάδα πριν το 1923. Οι συμφωνίες που υπογράφηκαν το 1923 από την Ελλάδα και την Τουρκία, η συμφωνία της Λοζάννης για την μαζική ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στις δυο χώρες δεν συμπεριέλαβαν τους επιβιώσαντες Ποντίους στην περιοχή, η πλειοψηφία των οποίων ήταν εξισλαμισμένοι. Συνολικά περίπου 200.000 κατέφυγαν ανάμεσα στο 1916-1923 στον Καύκασο, η πλειοψηφία στη Γεωργία και τη Ρωσία.
Πως σας φάνηκε το άρθρο;
+1
0
+1
0
+1
0
Μοιραστείτε αυτό το άρθρο