Καθυστέρησε μερικές ημέρες αλλά ξεκίνησε τελικά χθες, σύμφωνα με τις πληροφορίες του “Energypress”, η διενέργεια από τη DG Comp του market test για τους λιγνίτες της ΔΕΗ, με τις Βρυξέλλες να απευθύνουν πρόσκληση συμμετοχής σε δεκάδες εταιρείες, από την Ελλάδα, και την Ευρώπη, έως τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ινδία, και την Ιαπωνία.
Δίχως να εκδοθεί κάποια σχετική ανακοίνωση, η DG Comp έβαλε μπροστά την διαδικασία με βασικό ζητούμενο να διαπιστωθεί κατά πόσο το “πακέτο” που συμφωνήθηκε σχετικά με την λιγνιτική αποεπένδυση της ΔΕΗ είναι ικανό για να αρθούν οι στρεβλώσεις και να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός.
Δείγμα του ποιός κάνει “κουμάντο” στην υπόθεση είναι και το γεγονός ότι ανάλογα με τα αποτελέσματα του market test που θα διαρκέσει ως τα τέλη Ιανουαρίου, η κυβέρνηση δεσμεύεται σύμφωνα με το συμπληρωματικό μνημόνιο, να φέρει αλλαγές στους όρους πώλησης των λιγνιτικών μονάδων εφόσον προκύψει τέτοια ανάγκη.
Σύμφωνα με την ανταπόκριση των επενδυτών, “η Ελληνική Δημοκρατία θα υποβάλλει επίσημα μια αναθεωρημένη πρόταση που θα κριθεί κατάλληλη από την DG Comp και θα αντιμετωπίζει όλα τα θέματα που ενδεχομένως αναδείχτηκαν στη διαδικασία του market test”.
Οσο για το ποιοί θα συμμετάσχουν στη διαδικασία, πάνω- κάτω είναι αυτοί στους οποίους είχε αναφερθεί προ μερικών ημέρων ο πρόεδρος της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης. Δηλαδή ένας αριθμός από τουλάχιστον 40 εταιρείες ηλεκτρισμού και ενέργειας προερχόμενες από Ελλάδα, Ευρώπη, Ασία και Β.Αμερική. Συγκεκριμένα το προσκλητήριο θα απευθυνθεί σε εταιρείες από Πολωνία, Τσεχία, Κίνα, Ιαπωνία και ΗΠΑ, και φυσικά στους Ελληνες παίκτες, μεταξύ των οποίων έχουν ενταθεί τελευταίως οι ζυμώσεις, μετά και το κάλεσμα Παναγιωτάκη προς τη βιομηχανία να εκμεταλλευθεί τις εξελίξεις και να εξασφαλίσει προβλέψιμο και ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας. Σε αυτό το μοτίβο, καταγράφονται επαφές ανάμεσα σε ηλεκτροπαραγωγούς και ενεργοβόρους ομίλους, προκειμένου να διεκδικήσουν από κοινού κάποιο από τα δύο “πακέτα” μονάδων της ΔΕΗ, με το σκεπτικό ότι μεγάλες και σταθερές καταναλώσεις όπως των βιομηχανιών, μπορούν να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των προς πώληση λιγνιτικών εργοστασίων.
Θυμίζουμε ότι στο κείμενο της συμφωνίας αναφέρεται πως θα διατεθούν προς πώληση οι γνωστές τέσσερις μονάδες (Μελίτη Ι, άδεια για Μελίτη ΙΙ, Μεγαλόπολη 3 και Μεγαλόπολη 4) και όλα τα στοιχεία ενεργητικού και τα ορυχεία που σχετίζονται με αυτές. Ορίζεται επίσης ότι οι τέσσερις μονάδες θα “βγούν” σε δύο πακέτα, ένα του Βορρά (Μελίτη Ι και ΙΙ και ορυχεία Βεύης, Κλειδιού) και ένα του Νότου (Μεγαλόπολη 3 και 4 και τα δύο ορυχεία που διαθέτουν λιγνίτη στην περιοχή).
Από εκεί και πέρα, η έναρξη του διεθνούς δημόσιου διαγωνισμού για την πώληση των μονάδων θα αρχίσει τον Μάιο του 2018 και “θα βασίζεται σε μια δίκαιη αποτίμηση και θα διασφαλίζει τα νόμιμα οικονομικά συμφέροντα της επιχείρησης και των μετόχων της”. Ειδικά για την αποτίμηση θα προσληφθεί ανεξάρτητος εκτιμητής, ο οποίος και θα αποτιμήσει όχι μόνον λογιστικά τη σημερινή αξία, αλλά και με βάση τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς, την ανάγκη αναβαθμίσεων κ.ό.κ. Ενδιαφέρον έχει πάντως το γεγονός ότι για την όλη διαδικασία της αποτίμησης, της απόσχισης (spin off), και του διαγωνισμού, την ευθύνη δεν θα έχει η ΔΕΗ αλλά “ανεξάρτητη οντότητα” η οποία δεν προσδιορίζεται, “υπό την έγκριση και έλεγχο της Κομισιόν”.
Σε κάθε περίπτωση, το market test δεν είναι παρά μια δημόσια διαβούλευση, που σημαίνει ότι η ώρα της αλήθειας θα έρθει τον Ιούνιο του 2018, όταν και προγραμματίζεται η προκήρυξη από τη ΔΕΗ του διαγωνισμού. Προς ώρας θα έλεγε κανείς ότι μεταξύ των ελληνικών ενεργειακών ομίλων, καταγράφονται αποκλίσεις αλλά και συγκλίσεις ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την συμφωνία κυβέρνησης- δανειστών.
Αλλοι δηλώνουν ότι με τα σημερινά δεδομένα δεν ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν (Elpedison), άλλοι εκφράζουν τις επιφυλάξεις τους ωστόσο κρατούν στάση αναμονής μέχρι να ξακαθαρίσουν οι όροι του παιχνιδιού (όμιλος ΤΕΡΝΑ, Μυτιληναίος), και άλλοι απαντούν ότι θα δώσουν το παρών τους (όμιλος Κοπελούζου).
Κοινή παραδοχή είναι ότι τα αναπάντητα ερωτηματικά της συμφωνίας είναι ακόμη πολλά, και συγκεκριμένα από τα εργασιακά έως την πορεία τιμών των δικαιωμάτων CO2, τα οποία αναμένεται να θα εκτιναχθούν τα επόμενα χρόνια, επιβαρύνοντας το κόστος του λιγνίτη που ως καύσιμο δεν είναι πλέον αποδοτικό στο πλαίσιο της πολιτικής απανθρακοποίησης της Ευρωπαικής Ενωσης.
Επίσης ένα ερώτημα αφορά στη χρηματοδότηση. Οπως οι δυτικοευρωπαικές εταιρείες έχουν γυρίσει την πλάτη τους σε επενδύσεις στον άνθρακα, καθώς θεωρούνται ασύμφορες, έτσι και οι ευρωπαικές τράπεζες έχουν παύσει να χρηματοδοτούν έργα αυτής της κατηγορίας. Η δυσκολία πρόσβασης στις δυτικές τράπεζες για χρηματοδότηση, σημαίνει ότι απομένουν μόνο οι τράπεζες τρίτων χωρών.