Σύμφωνα με ενημέρωση νομικού συμβούλου του Συλλόγου,
για την κήρυξη απεργίας (άρθρο 211), στο πολυνομοσχέδιο δεν γίνεται καμία απολύτως αναφορά, αν το ειδικό (αυξημένο) ποσοστό απαρτίας (50% των οικονομικά τακτοποιημένων μελών) θα ισχύει μόνο για τις πρωτοβάθμιες επιχειρησιακές οργανώσεις (στην αιτιολογική Έκθεση μάλιστα, δεν υπάρχει ούτε η εξαίρεση των πρωτοβάθμιων σωματείων πανελλαδικής ή τοπικής εμβέλειας που υποσχέθηκε η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας).
Προστίθεται, γενικά, μετά το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 1264/1982 (Α΄ 79) εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (½) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών.»…
Αν η κυβέρνηση ήθελε να διατηρήσει τη διάταξη του άρθρου 20 του νόμου 1264/1982 για τις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις πανελλαδικής ή περιφερειακής εμβέλειας, που προβλέπει τη δυνατότητα προκήρυξης απεργίας με απόφαση του Δ.Σ. τους, όφειλε στην ως άνω διατύπωση της διάταξης που φέρνει προς ψήφιση, να συμπεριλάβει τη φράση:
“με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 20 του Ν. 1264/82 που αφορά στην προκήρυξη απεργίας από πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις πανελλαδικής ή περιφερειακής εμβέλειας“.
Και τούτο, διότι είναι γνωστό ότι νεότερη διάταξη νόμου καταργεί υφιστάμενη όταν ρυθμίζει το ίδιο θέμα.
Συνεπώς, εάν τελικά ισχύσει η προαναφερόμενη διάταξη, το δικαίωμα της απεργίας στη διαδικασία λήψης απόφασης επανακαθορίζεται με την αυξημένη απαρτία του 50% των μελών μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, ποσοστό πρακτικά ανέφικτο που οδηγεί ουσιαστικά στην κατάργηση της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας.
Η πρακτική αυτή είναι άκρως απαράδεκτη, καταγγέλλεται η απροκάλυπτη τάση φίμωσης της συνδικαλιστικής έκφρασης και ζητείται από την αρμόδια πολιτική ηγεσία η απόσυρση της εν λόγω διάταξης.
Με ομόφωνη απόφαση ΔΣ