Τον απόλυτο έλεγχο της διαδικασίας πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ έχει εκχωρήσει η κυβέρνηση στην Κομισιόν, όπως προκύπτει από σχετικό κείμενο δεσμεύσεων που επικαλείται η “Καθημερινή της Κυριακής”.
Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, τη διαδικασία θα τρέξει ο “θεματοφύλακας παρακολούθησης” (Monitoring Trustee) που, αν και αμείβεται από την ελληνική πλευρά, προσλαμβάνεται ουσιαστικά από την Κομισιόν και λογοδοτεί μόνο σε αυτή.
Η Κομισιόν, δια του “θεματοφύλακα”, έχει τον πρώτο λόγο σε κάθε πτυχή της διαδικασίας πώλησης. Ακόμη και στο τι, τελικά, θα πουληθεί.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, “μπορεί να εγκρίνει την πώληση των μονάδων χωρίς ένα ή περισσότερα στοιχεία ενεργητικού, ή μέρος του προσωπικού αν αυτό δεν επηρεάζει την βιωσιμότητα των μονάδων, λαμβάνοντας υπόψη τον προτεινόμενο αγοραστή”.
Με βάση όσα αναφέρονται στο έγγραφο, η ελληνική δημοκρατία δεσμεύεται πως θα υλοποιήσει την αποεπένδυση των δύο ομάδων μονάδων, αυτών της Μελίτης και της Μεγαλόπολης, στο τέλος της περιόδου αποεπένδυσης, δηλαδή τον Δεκέμβριο του 2018. Μέχρι τον Μάιο του 2018 θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί όλα τα απαραίτητα βήματα για την αποτελεσματική προετοιμασία της αποεπένδυσης, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετικών ρυθμίσεων καθώς και της προκήρυξης του διαγωνισμού. Η ελληνική δημοκρατία οφείλει να υιοθετήσει ειδική νομοθεσία για να διασφαλίσει ότι η ΔΕΗ θα πάρει όλα τα μέτρα για το διαχωρισμό των μονάδων σε δύο εξ ολοκλήρου δικές της θυγατρικές.
Σε ότι αφορά στο «Θεματοφυλάκα», όπως αναφέρει το δημοσίευμα της Καθημερινής, αυτός θα προτείνεται από την ελληνική δημοκρατία, αλλά θα εγκρίνεται από την Κομισιόν.
Μάλιστα, η τελευταία σε περίπτωση που το κρίνει αναγκαίο μπορεί ακόμη και να διαφοροποιήσει την προτεινόμενη εντολή του, δηλαδή το έργο που έχει αναλάβει. Λογοδοτεί πρωτίστως στην Κομισιόν την οποία ενημερώνει γραπτώς ανά μήνα για μια σειρά από θέματα καθώς και για το εάν τηρούνται οι δεσμεύσεις, ενώ παράλληλα αποκτά και ρόλο συνδιοίκησης στις μονάδες που θα βγουν προς πώληση.
Τόσο οι ελληνικές αρχές όσο και η ΔΕΗ ενημερώνονται από τον «Θεματοφύλακα» μέσω ενός μη εμπιστευτικού εγγράφου, που σημαίνει ότι δεν θα τους γνωστοποιούνται απαραίτητα τα ίδια στοιχεία με αυτά που κοινοποιούνται στην Κομισιόν και ο ρόλος τους περιορίζεται ουσιαστικά στην διεκπεραίωση και τη χρηματοδότηση.
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, η σημαντικότερη εκχώρηση της ελληνικής πλευράς μέσω των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει είναι το δικαίωμα προς την Κομισιόν να προσδιορίζει το τι ακριβώς πουλάει.
Ενώ στην παράγραφο 10 του σχετικού κειμένου «Δομή και ορισμός των ομάδων μονάδων αποεπένδυσης» προσδιορίζεται ρητά το τι ακριβώς πουλάει η ΔΕΗ (μονάδες, ορυχεία, στοιχεία ενεργητικού, προσωπικό, συμβόλαια, παραγγελίες πελατών) με συγκεκριμένη δέσμευση για το προσωπικό («με προστασία των θέσεων εργασίας και των εργασιακών σχέσεων») στη συνέχεια αναιρείται πλήρως.
Στην παράγραφο 19 που αναφέρεται στην τελική δεσμευτική συμφωνία πώλησης- εξαγοράς η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται μεταξύ άλλων ότι : « Η Κομισιόν μπορεί να εγκρίνει την πώληση των μονάδων χωρίς ένα ή περισσότερα στοιχεία ενεργητικού, ή μέρος του προσωπικού αν αυτό δεν επηρεάζει τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα των μονάδων μετά την πώληση, λαμβάνοντας υπόψη τον προτεινόμενο αγοραστή».
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, πως στο κείμενο των δεσμεύσεων διατυπώνονται μια σειρά όρων σχετικά με τα κριτήρια για τους αγοραστές.
Μάλιστα, αυτοί οι όροι ερμηνεύονται ως προσπάθεια αποκλεισμού εταιριών εκτός ΕΕ.
Αναφέρεται ρητά ότι οι αγοραστές για να εγκριθούν από την Κομισιόν θα πρέπει «να μην είναι πιθανό να δημιουργήσει με βάση τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στην Κομισιόν ανησυχίες για στρέβλωση του ανταγωνισμού ή για καθυστέρηση της διαδικασίας πώλησης».
Σε ότι αφορά στο ζήτημα των εργαζομένων, η κυβέρνηση δεσμεύεται «να λάβει όλα τα λογικά μέτρα περιλαμβανομένων και κινήτρων (βασισμένων στην διεθνή πρακτική) προκειμένου να ενθαρρύνει όλο το προσωπικό σε θέσεις κλειδιά να παραμείνει στις μονάδες» καθώς επίσης και να διασφαλίσει ότι «η ΔΕΗ για δύο χρόνια δεν θα μπορεί να μεταφέρει αυτούς τους εργαζόμενους σε άλλες μονάδες.
Στο κείμενο των δεσμεύσεων, γίνεται εκτενής αναφορά και στο ζήτημα του τιμήματος, σημειώνοντας πως για να διασφαλισθεί δίκαιη αποτίμηση για τους αγοραστές η ΔΕΗ θα προσλάβει ανεξάρτητο αποτιμητή, ο οποίος θα εγκριθεί προηγουμένως από την Κομισιόν.
Ο αποτιμητής θα γνωμοδοτήσει για την αξία κάθε μιας από τις ομάδες μονάδων (Μεγαλόπολης και Μελίτης) και θα καθορίσει μια δίκαιη αποτίμηση λαμβάνοντας υπόψη του παρόμοιες μεταβιβάσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια.
Η αποτίμηση θα παραμείνει άκρως εμπιστευτική μέχρι το άνοιγμα των προσφορών και θα υποβληθεί στο διοικητικό συμβούλιο της ΔΕΗ και στον «Θεματοφύλακα» την ημέρα που θα ανοίξουν οι προσφορές.
Η ΔΕΗ μπορεί να ζητήσει βελτιωμένες προσφορές σε περίπτωση που αυτές είναι χαμηλότερες από την αποτίμηση.
Η τελική συμφωνία πώλησης – εξαγοράς προϋποθέτει την έγκριση της Κομισιόν.
Όταν η ΔΕΗ καταλήξει σε συμφωνία με τους αγοραστές, η ελληνική δημοκρατία υποβάλει μια πλήρως τεκμηριωμένη πρόταση και ένα αντίγραφο της τελικής συμφωνίας εντός μιας εβδομάδας τόσο στην Κομισιόν και όσο και στον Θεματοφύλακα Παρακολούθησης προκειμένου να λάβει την έγκρισή τους.