Γράφει η Νούλα Χρυσοχοϊδου
Δεν υπάρχει πιο κατάλληλο παράδειγμα από το σύντομο αφήγημα του Α. Τσέχωφ, τα “Διηγήματα”, μέσω της ψήφου μας φυσικά, στα χρόνια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το ισχύον Σύνταγμα στο άρθρο 2 § 1 προστατεύει την ανθρώπινη αξία και χρωματίζει το συνολικό συνταγματικοπολιτικό σύστημα ως εξής: “Ο σεβασμός και η προστασία της ανθρώπινης αξίας αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας”. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας ως ανώτατη δικαιοπολιτική, καταστατική, γενική και ερμηνευτική αρχή της έννομης τάξης. Η ανθρώπινη αξία είναι το θεμέλιο και η κατευθυντήρια αρχή του κοινωνικού ανθρωπισμού, δηλαδή εκείνου του συστήματος δικαίου που αποσκοπεί στην απόλυτη προστασία του ανθρώπου τόσο από τον συνάνθρωπο του ως ιδιώτη όσο και από τον συνάνθρωπο του ως φορέα δημόσιας εξουσίας. Δώσαμε την ευκαιρία να πειραματιστούν με εμάς. Χάθηκε αυτός ο σεβασμός. Υπέγραψαν εξ΄ονόματος μας. Συμφωνήσαμε με σκυμμένο το κεφάλι για περίπου οχτώ χρόνια.
Μια “ζωή” βυθισμένη στο σκοτάδι, χωρίς σεβασμό, χωρίς κανόνες, χωρίς ενδοιασμούς.Φιλήσαμε ποδιές, φιλήσαμε χέρια κι ας μην το θέλαμε μέσα μας ...και πάλι συνεχίζουμε να επικροτούμε την στάση τους. Ναι, όλους αυτούς με τα φθαρμένα προσωπεία, αλλά και τη δική μας δεξιά και αριστερή πλευρά που έχουμε μέσα μας και δεν θέλουμε να παραδεχτούμε στους διπλανούς μας λες και είμαστε μονοκύτταροι οργανισμοί. Κι είμαστε εδώ όλοι μας, δεξιοί κι αριστεροί και έτοιμοι για την επόμενη κάλπη (;), αυτήν την κάλπη που δίνουμε και την ψυχή μας κάθε φορά, με φορτωμένες πλάτες, με διπλωμένα όνειρα, χωρίς άλλα όπλα…μα ξεχνάμε ότι το όπλο το κρατάμε στα χέρια μας. Είναι η ψήφος του καθενός από ‘μας. Εκείνη που μπορεί να μετριέται μία μία, σαν τις σταγόνες στον ωκεανό που προσθέτει όνειρα και ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον.
“Ένας αριθμός ή ένας τεχνοκράτης αριθμός, λοιπόν”;;;
Μια “ζωή” βυθισμένη στο σκοτάδι, χωρίς σεβασμό, χωρίς κανόνες, χωρίς ενδοιασμούς.Φιλήσαμε ποδιές, φιλήσαμε χέρια κι ας μην το θέλαμε μέσα μας ...και πάλι συνεχίζουμε να επικροτούμε την στάση τους. Ναι, όλους αυτούς με τα φθαρμένα προσωπεία, αλλά και τη δική μας δεξιά και αριστερή πλευρά που έχουμε μέσα μας και δεν θέλουμε να παραδεχτούμε στους διπλανούς μας λες και είμαστε μονοκύτταροι οργανισμοί. Κι είμαστε εδώ όλοι μας, δεξιοί κι αριστεροί και έτοιμοι για την επόμενη κάλπη (;), αυτήν την κάλπη που δίνουμε και την ψυχή μας κάθε φορά, με φορτωμένες πλάτες, με διπλωμένα όνειρα, χωρίς άλλα όπλα…μα ξεχνάμε ότι το όπλο το κρατάμε στα χέρια μας. Είναι η ψήφος του καθενός από ‘μας. Εκείνη που μπορεί να μετριέται μία μία, σαν τις σταγόνες στον ωκεανό που προσθέτει όνειρα και ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον.
“Ένας αριθμός ή ένας τεχνοκράτης αριθμός, λοιπόν”;;;
“Η δεσποινίς Ιουλία αντιπροσωπεύει τον άβουλο ανθρώπινο τύπο• δεν τολμά να διεκδικήσει τα δικαιώματά της και συχνά πέφτει θύμα οικονομικής και κοινωνικής εκμετάλλευσης. O Τσέχωφ σκιαγραφεί με απλό και ευτράπελο τρόπο την παθητική ψυχολογία, η οποία χαρακτήριζε σε μεγάλο βαθμό τη γυναικεία συμπεριφορά τα παλαιότερα χρόνια.
Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.
– Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα ‘χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου… Λοιπόν… Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα…
– Για σαράντα.
– Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες… Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ…
– Δύο μήνες και πέντε μέρες…
– Δύο μήνες ακριβώς… Το ‘χω σημειώσει… Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές… δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές…
– Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα ‘χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου… Λοιπόν… Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα…
– Για σαράντα.
– Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες… Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ…
– Δύο μήνες και πέντε μέρες…
– Δύο μήνες ακριβώς… Το ‘χω σημειώσει… Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές… δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές…
Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
– Τρεις γιορτές… μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα… Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα… Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες… Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό… Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν… Χμ! σαράντα ένα ρούβλια… Σωστά;
– Τρεις γιορτές… μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα… Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα… Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες… Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό… Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν… Χμ! σαράντα ένα ρούβλια… Σωστά;
Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακόκκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
– Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του… Βγάζουμε δύο ρούβλια… Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει… Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του… Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια… Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να ‘χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι’ αυτό σε πληρώνουμε… Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια…
– Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα. μουρμούρισε η Ιουλία.
– Το ‘χω σημειώσει!
– Καλά…
– Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα.
– Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του… Βγάζουμε δύο ρούβλια… Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει… Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του… Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια… Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να ‘χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι’ αυτό σε πληρώνουμε… Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια…
– Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα. μουρμούρισε η Ιουλία.
– Το ‘χω σημειώσει!
– Καλά…
– Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα.
Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!
– Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε… Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.
– Μπα; Και ‘γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία… τρία, τρία… ένα και ένα… Πάρ’ τα…
Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
– Ευχαριστώ, ψιθύρισε.
Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.
– Και γιατί με ευχαριστείς;
– Για τα χρήματα.
– Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;
– Οι άλλοι δε μου ‘διναν τίποτα!…
– Δε σου ‘διναν τίποτα. Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ’ αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;
– Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε… Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.
– Μπα; Και ‘γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία… τρία, τρία… ένα και ένα… Πάρ’ τα…
Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
– Ευχαριστώ, ψιθύρισε.
Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.
– Και γιατί με ευχαριστείς;
– Για τα χρήματα.
– Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;
– Οι άλλοι δε μου ‘διναν τίποτα!…
– Δε σου ‘διναν τίποτα. Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ’ αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;
Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε”………
Όμως το ψάρι δεν ζει μόνο στη γυάλα αλλά ζει ελεύθερο και στον ωκεανό!
Και τώρα σιωπή…απλά σιωπή μέχρι τις επόμενες εκλογές…μέχρι να διεκδικήσεις κόσμε!
Πηγή: Απόσπασμα από τον Ά. Τσέχωφ,Διηγήματα,
μτφρ. Κ. Σιμόπουλος, Θεμέλιο
μτφρ. Κ. Σιμόπουλος, Θεμέλιο
MsC Chrysochoidou Noula
BA
Πως σας φάνηκε το άρθρο;
+1
+1
+1