Ήταν ένα ποτάμι, ποτάμι ανήσυχο, που έτρεχε στις φλέβες, και στις αρτηρίες της Πόλης μου. Ήταν ένα ποτάμι, ποτάμι βουβό μα φουσκωμένο, που γέμιζε σοκάκια, δρόμους και πλατείες της Πατρίδας μου. Ήταν ένα ποτάμι, ποτάμι που πήγαζε μέσα από γειτονιές, χωριά και πόλεις. Ήταν ένα ποτάμι, ποτάμι που ξεχείλιζε η ψυχή του Κόσμου. Ήταν ένα ποτάμι, ποτάμι ξάστερο που έφερνε η ροή του ατέλειωτες φιάλες ΟΞΥΓΟΝΟΥ.
Ήταν ένα ποτάμι, ποτάμι που κύλαγε κι’ απλώνονταν ο κτύπος της καρδιάς του σαν χορικό σε αρχαίο δράμα. Κι’ απλώνονταν και γέμιζε σαν θάλασσα που γίνονταν απέραντος ωκεανός, από ένα κόσμο ασυμφιλίωτο που τον θεωρούσαν δεδομένο. Ένας κόσμος που τινάχθηκε από την ύπνωση που τον περιέθαλπαν και άνοιξε τα παράθυρά του για να βρει περισσότερο φως από το σύθαμπο που ενέσιμα του χορηγούσαν με τον τρόπο τους. Για ν’ αναπνεύσει τον αέρα της καθαρής σκέψης από τον πέπλο της κυβερνητικής αιθαλομίχλης που τον περιέβαλε. Για να μιλήσει όσο πιο δυνατά μπορεί ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΩΦΑΝΤΙΚΗ ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ.
Ένας κόσμος που Θύμιζε ΕΛΛΑΔΑ στις μεγάλες στιγμές της, ξεχύθηκε σαν ακολουθία ενός «Επιτάφιου Θρήνου» ζητώντας δικαίωση ΤΩΡΑ, για την Τραγωδία στα Τέμπη. Εξοργισμένη από τις πολιτικές πομφόλυγες δυο χρόνια από την αποφράδα εκείνη μέρα, διεμήνυσε πως αν η πολιτεία δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί στην εξουσιοδότηση που έχει λάβει από το Λαό, αν οι θεματοφύλακες του Πολίτη λειτουργούν αναιμικά, υπάρχει και η ΦΩΝΗ του Λαού. Αυτή η ΦΩΝΗ του Λαού με την εκκωφαντική σιωπή της, όπως προανέφερα, απαιτεί πριν την εξωθήσουν σε ΟΡΓΗ ΘΕΟΥ (όπως λέει και ο Λαός), να πάρει απαντήσεις από τα’ ασφαλτοστρωμένα χώματα του Θεσσαλικού κάμπου.
Αυτά τα ΠΕΝΗΝΤΑ ΕΠΤΑ ΚΑΡΦΙΑ που μπήχτηκαν βίαια σ’ αφιλόξενο τόπο, Σταύρωσαν την Ελληνική Κοινωνία. Κάθε καρφί και μια ανεπούλωτη πληγή, που κινδυνεύει να αφορμίσει στην εμπιστοσύνη του κόσμου. Κάθε καρφί και μια κραυγή ΔΕΝ ΕΧΩ ΟΞΥΓΟΝΟ. Κάθε καρφί και ένα τεράστιο ΓΙΑΤΙ…; ΓΙΑΤΙ…; Γιατί σ’ αυτόν τον Τόπο που γέννησε τις Τέχνες, τη Φιλοσοφία, την Επιστήμη, τις Πανανθρώπινες Αξίες, συμβαίνουν όλα αυτά. Ναι, γιατί παραδώσαμε χωρίς εγγυήσεις τις τύχες μας; Γιατί βάλαμε πολιτικά – κομματικά πρόσημα στις ζωές μας; Για να είμαστε πιο ευδιάκριτοι; Ώστε να μας εξουσιάζουν ευκολότερα; Για να γεμίζουμε με τραγωδίες που θα μας διαγράφουν και θα επικαλούνται το ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΛΑΘΟΣ; Μα στον Τόπο μας το ΛΑΘΟΣ είναι επαναλαμβανόμενο και όταν το ΛΑΘΟΣ είναι επαναλαμβανόμενο, μήπως πρέπει να μας προβληματίσει ότι συνιστά ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, κατά της ΧΩΡΑΣ, κατά της ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ μας;
Η κεντρική πλατεία της πόλης μου που την θεωρούσαμε τεράστια και προβλημάτιζε κάθε πολιτική συγκέντρωση μην εκτεθεί, αποδείχθηκε πολλή μικρή για να χωρέσει αυτή τη Λαοθάλασσα. Αυτό το ανώνυμο και πολιτικά αχρωμάτιστο πλήθος, που κατέλαβε κάθε σπιθαμή της και γέμισε και τους γύρο δρόμους ήταν το απόσταγμα της κοινωνίας μας. Ένα πλήθος κόσμου κάθε ηλικίας με μπροστάρηδες τη Νεολαία, ναι αυτή τη Νεολαία που την θεωρούσαμε αμέτοχη και απροσανατόλιστη, αυτή η Νεολαία έδινε τον παλμό και έδειχνε το δρόμο. Σημαντική ήταν και η παρουσία νέων ζευγαριών, που με τα μικρά παιδιά τους, πολλά μάλιστα στα καρότσια, αδιαμαρτύρητα ακολούθησαν την μακρά πορεία. Ένα βουβό αλλά αποφασισμένο πλήθος να στείλει το δικό του μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση, πήρε το δρόμο για τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Στην πλατεία που χρειάστηκε πολλή ώρα για να αδειάσει, οι μεγαφωνικές έπαιζαν το καθηλωτικά δηλωτικό τραγούδι του Μίκυ Θεοδωράκη σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου με την φωνή της μεγάλης μας Φαραντούρη: ΠΟΙΟΣ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ ΠΟΙΟΣ ΤΗΝ ΚΥΝΗΓΑ…
Μαγκλάρας Βασίλης 28/2/2025 magklarasvas@yahoo.gr
Μία Απάντηση
Συγχαρητήρια κύριε Μαγκλάρα συνέχισε να γράφεις σε διαβάζουμε και αυξάνεται το οξυγόνο στην ψυχή μας.