Η έκπτωση φόρου με βάση το υφιστάμενο πλαίσιο, κοστίζει στον προϋπολογισμό 265 εκατ. ευρώ και ευνοεί κυρίως αυτούς που έχουν περιουσία έως και 60.000 ευρώ.
Στην τροποποίηση της έκπτωσης φόρου στον ΕΝΦΙΑ που είχε ψηφίσει η προηγούμενη κυβέρνηση προσανατολίζεται το υπουργείο Οικονομικών. Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων έχουν λάβει εντολή να μην προχωρήσουν στον υπολογισμό του φόρου με βάση το ψηφισμένο φορολογικό πλαίσιο και περιμένουν από το υπουργείο Οικονομικών να οριστικοποιήσει τις διατάξεις για φέτος, κάτι που αναμένεται να γίνει ακόμη και μέσα στην επόμενη εβδομάδα.
Και αυτό διότι υπάρχει πλέον μεγάλη πίεση χρόνου. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας υποβολής των φορολογικών δηλώσεων θα πρέπει άμεσα να ξεκινήσει η διαδικασία εκκαθάρισης του ΕΝΦΙΑ αν το υπουργείο Οικονομικών θέλει να ξεκινήσει η είσπραξη μέσα στον Σεπτέμβριο ώστε ο φόρος να αποπληρωθεί σε 5 δόσεις μέχρι και τον Ιανουάριο του 2020. Όλα αυτά βέβαια, προϋποθέτουν νομοθετικές αλλαγές, οι οποίες τώρα σχεδιάζονται.
Η έκπτωση φόρου με βάση το υφιστάμενο πλαίσιο, κοστίζει στον προϋπολογισμό 265 εκατ. ευρώ και ευνοεί κυρίως αυτούς που έχουν περιουσία έως και 60.000 ευρώ. Όσοι έχουν περιουσία άνω των 60.000 ευρώ έχουν μικρότερη ποσοστιαία ελάφρυνση ενώ όσοι έχουν περιουσία άνω των 200.000 ευρώ δεν έχουν κανένα όφελος. Η Νέα Δημοκρατία έχει ταχθεί υπέρ της αλλαγής στον τρόπο υπολογισμού της έκπτωσης, οπότε ήδη οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών κάνουν σενάρια με βάση τις νέες οδηγίες που έχουν λάβει.
Ένα πιθανό σενάριο είναι να υπάρξει οριζόντια έκπτωση στον κύριο φόρο (όχι τον συμπληρωματικό) ώστε να βγουν κερδισμένοι όλοι ανεξαιρέτως. Βέβαια, και γι’ αυτή τη λύση μπορεί να υπάρξει κριτική με τη λογική ότι οι έχοντες τις μεγαλύτερες περιουσίες κερδίζουν και περισσότερα (σε απόλυτο ποσό) σε σχέση με τους έχοντες μικρότερες περιουσίες.
Για τον ΕΝΦΙΑ του 2020 και του 2021 είναι πιθανό ότι η κυβέρνηση θα αναβάλει για το φθινόπωρο τις οριστικές ανακοινώσεις αλλά και την κατάθεση των σχετικών διατάξεων στη Βουλή. Ούτως ή άλλως κρίνεται ότι δεν είναι της παρούσης δεδομένου ότι ακόμη και αν γίνουν γνωστά τα ποσοστά, οι πολίτες δεν θα ξέρουν τι ακριβώς θα γίνει λόγω και της επικείμενης αλλαγής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων.