Optika Anagnostis ptolemaida Reggia Ptolemida Pizzaria iek voltetors butterflys ptolemaida

Το σχέδιο απολιγνιτοποίησης είναι συγκεντρωτικό και δεν διασφαλίζει βιώσιμη, συμπεριληπτική και δίκαιη μετάβαση

14λ ανάγνωσης
Δεν είναι φάρσα, δεν είναι πρωταπριλιάτικο ψέμα!

Το σχέδιο απολιγνιτοποίησης είναι συγκεντρωτικό και δεν διασφαλίζει βιώσιμη, συμπεριληπτική και δίκαιη μετάβαση

Μια ματιά στο σχέδιο νόμου «Δίκαιη Αναπτυξιακή μετάβαση και ρύθμιση ειδικότερων ζητημάτων απολιγνιτοποίησης» που ο Υπουργός Ανάπτυξης & Επενδύσεων έθεσε σε δημόσια διαβούλευση στον ιστότοπο opengov.gr, στις 12.10.2021.

 

* Ανάλυση της Νέλλης Παλαμίτη, Δικηγόρου με ειδίκευση σε θέματα περιβάλλοντος & χωροταξίας, Υποψήφιας διδάκτορα Πολεοδομίας – Χωροταξίας Ε.Μ.Π. για το Παρατηρητήριο Βιώσιμης Ανάπτυξης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ

 

Πριν από ένα χρόνο, και συγκεκριμένα στις 02.10.2020, είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, από τον Υπουργό Περιβάλλοντος & Ενέργειας το «Σχέδιο δίκαιης αναπτυξιακής μετάβασης λιγνιτικών περιοχών», στο πλαίσιο της πρωθυπουργικής εξαγγελίας περί απόσυρσης όλων των λιγνιτικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας έως το 2023, που έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 2019, και της αντίστοιχης νομοθετικής ρύθμισης, που ακολούθησε με την ενσωμάτωση της προηγούμενης δέσμευσης στην εθνική νομοθεσία. Το εν λόγω Master Plan χαρακτηριζόταν από βασικές παραλείψεις όπως :

  • απουσία εκτίμησης της κατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος των λιγνιτικών περιοχών και, ως εκ τούτου, απουσία διατύπωσης προτάσεων για την αποκατάστασή του
  •  απουσία εκτίμησης  της αποτύπωσης που θα είχε σειρά προτεινόμενων επενδύσεων στο ΑΕΠ των λιγνιτικών περιοχών
  • απουσία συμπερίληψης της ίδιας της κοινωνίας στους προωθούμενους σχεδιασμούς με πραγματικούς όρους, δηλαδή πρόβλεψη επαρκών θέσεων εργασίας.

Τα παραπάνω απασχόλησαν έντονα τις Μη Κυβερνητικές περιβαλλοντικές Οργανώσεις, τους παραγωγικούς φορείς και τις συλλογικότητες, αλλά κυρίως την κοινωνία των πολιτών των Περιφερειών της χώρας των οποίων η οικονομία και ανάπτυξη εξαρτήθηκε για δεκαετίες από την εξόρυξη του συγκεκριμένου φυσικού πόρου και διαμόρφωσε, κατά τρόπο συγκεκριμένο, τις ίδιες τις περιοχές, τον τρόπο διαβίωσης και την καθημερινότητα των ανθρώπων που διαμένουν σε αυτές. Εντωμεταξύ, η πραγμάτωση της μετάβασης από μία κατάσταση μονοκαλλιέργειας της λιγνιτικής εξόρυξης και παραγωγής σε μία κατάσταση παύσης της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας είναι ένα εγχείρημα που απαιτεί χρόνο και κοστολογημένο σχέδιο.

Αυτό επιχειρήθηκε από την Κυβέρνηση με την προώθηση της εκπόνησης του Προγράμματος Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΠΔΑΜ) 2021 – 2027 και των Εδαφικών Σχεδίων Δίκαιης Μετάβασης (ΕΣΔΙΜ) περί τις αρχές του έτους 2021. Σε σχέση με αυτά, έγινε γνωστό στο δημόσιο λόγο ότι τα εν λόγω σχέδια διαμορφώθηκαν έπειτα από τη διενέργεια μιας εξαιρετικά περιορισμένης δημόσιας διαβούλευσης, πράγμα το οποίο, αναπόδραστα, αποτυπώθηκε και στο περιεχόμενό τους. Το σχήμα διακυβέρνησης που προτάθηκε μέσω αυτών είναι σαφώς συγκεντρωτικό και καταρτίστηκε με μια «εκ των άνω προς τα κάτω» λογική καταλείποντας εξαιρετικά περιορισμένες αρμοδιότητες σε τοπικούς φορείς και την κοινωνία των πολιτών. Σε όμοιο πνεύμα, τα εν λόγω σχέδια έχουν προωθήσει ελάχιστα τη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα εν συγκρίσει με τα μεγάλου μεγέθους επιχειρηματικά σχήματα. Η προσέγγιση αυτή δεν αποτελεί παραφωνία σε σχέση με την ασκούμενη, από την Κυβέρνηση της Ν.Δ., πολιτική και σε άλλα πεδία και τομείς του δημοσίου βίου. Χαρακτηρίζεται από την πάση θυσία επιτάχυνση της ανάπτυξης των μεγάλων οικονομικών σχημάτων με κριτήρια σαφούς μη συμπερίληψης των εταιρικών σχημάτων μικρότερων μεγεθών.

Βέβαια, τα εν λόγω σχέδια, είχαν, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, και θετικά στοιχεία. Προέβλεψαν, λόγου χάρη, την οικονομική στήριξη ενεργειακών κοινοτήτων για κάλυψη τμήματος του κόστους εγκατάστασης συστημάτων αυτοπαραγωγής, θέρμανσης και έργων ενεργειακής αναβάθμισης.

Επίσης, ως θετική μπορεί να κριθεί η έμφαση που φέρεται να δόθηκε, μέσω αυτών, στη στήριξη υφιστάμενων επιχειρήσεων, στοιχείο ουσιώδες για την ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας στο άμεσο μέλλον κατά το οποίο, αυτή πρόκειται, με βεβαιότητα να δεχθεί τις ισχυρότερες πιέσεις εξαιτίας της ραγδαίας και αιφνίδιας μείωσης της λιγνιτοπαραγωγής.

Ειδικά, στο Ειδικό Σχέδιο της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας γίνεται η εν λόγω παραδοχή : «Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός πως η πλειοψηφία της λιγνιτικής δραστηριότητας και κατ’ επέκταση οι οικονομικές δραστηριότητες που την αφορούν, αναπτύσσονται στην περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας, κρίνεται απαραίτητο να εξεταστούν οι επιπτώσεις της μετάβασης στην συγκεκριμένη Περιφέρεια, καθώς και στις επιμέρους περιφερειακές ενότητες αυτής, με δεδομένη την ανάγκη διατήρησης της κοινωνικής συνοχής και της ενδοπεριφερειακής σύγκλισης».

Μια τέτοια παραδοχή θα όφειλε να συνοδεύεται από την εκπόνηση σχετικών ειδικών μελετών και τη στάθμιση του κόστους που θα επιφέρει, στις εν λόγω περιοχές, η σχεδιαζόμενη μετάβαση και η μεταλλαγή του παραγωγικού προτύπου.

Αντίθετα, το ρυθμιστικό μέσο που μετήλθε, εν συνεχεία, η Πολιτεία, με αντικείμενο τα ανωτέρω ζητήματα είναι η επίσπευση ορισμένου σχεδίου νόμου με τίτλο «Δίκαιη Αναπτυξιακή μετάβαση και ρύθμιση ειδικότερων ζητημάτων απολιγνιτοποίησης». Μάλιστα, το εν λόγω σχέδιο νόμου επισπεύδεται με την, καταρχήν, θέση του σε δημόσια διαβούλευση από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Οικονομίας δημιουργώντας μία δικαιολογημένη αμηχανία στο διοικούμενο. Δεν είναι καθόλου κατανοητό πόθεν πώς τα εν λόγω ζητήματα αποτελούν αίφνης υλική αρμοδιότητα του συγκεκριμένου Υπουργείου και όχι του Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ως είθισται, ως εκκίνησαν και, σε κάθε περίπτωση, ως εκ του νόμου προβλέπεται.

Σύμφωνα με το τεθέν σε διαβούλευση σχέδιο, σκοπός του σχεδίου νόμου είναι η δίκαιη αναπτυξιακή μετάβαση των περιοχών της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και του Δήμου Μεγαλόπολης που εξαρτώνται από την εξόρυξη και χρήση του λιγνίτη, καθώς και των Περιφερειών Βορείου, Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης που εξαρτώνται από τη χρήση πετρελαίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αυτές αναφέρονται στα Εδαφικά Σχέδια Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΕΣΔΙΜ), που συνοδεύουν το Πρόγραμμα ΕΣΠΑ ΔΑΜ 2021-2027, και αντικείμενό του προσδοκά να είναι ο σχεδιασμός και η οργάνωση του συστήματος διοίκησης και η ρύθμιση ειδικότερων ζητημάτων για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη υλοποίησή του.

Για το σκοπό αυτό, προτείνεται η σύσταση «Ειδικής Υπηρεσίας Συντονισμού Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης» (Ειδική Υπηρεσία ΔΑΜ), υπαγόμενης στο Υπουργείο και, ειδικά, στον Υπουργό Ανάπτυξης. Προτείνεται, επίσης, η σύσταση ανώνυμης εταιρείας , μη υπαγόμενης, ωστόσο, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με αντικείμενο «τη διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης των περιοχών δίκαιης αναπτυξιακής μετάβασης, στις οποίες εφαρμόζονται το Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΣΔΑΜ), το Πρόγραμμα Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΠΔΑΜ) και τα Εδαφικά Σχέδια Δίκαιης Μετάβασης (ΕΣΔΙΜ) που συνοδεύουν το Πρόγραμμα ΕΣΠΑ – ΔΑΜ 2021-2027, όπως αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 2 της υπ. αρ. 37/37.9.2021 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (Α’ 173), και τα οποία προβλέπονται στην πρόταση Κανονισμού για τη θέσπιση του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, η αναβάθμιση και αξιοποίηση των εδαφών, τα οποία περιλαμβάνονται στις Ζώνες Απολιγνιτοποίησης (Ζ.ΑΠ.), όπως αυτές ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 155 του ν. 4759/2020 12 (Α’ 245) και είτε ανήκουν στο Δημόσιο, είτε θα περιέλθουν σε αυτό από τη ΔΕΗ Α.Ε. ή από τρίτους, ο ανασχεδιασμός των επιχειρηματικών προοπτικών ανάπτυξής τους, η προσέλκυση, υποστήριξη και προώθηση επενδύσεων και επενδυτικών συνεργασιών, η εκτέλεση και διαχείριση έργων υποδομής και ανάπτυξης στις περιοχές δίκαιης αναπτυξιακής μετάβασης, καθώς και η παροχή κάθε υποστηρικτικής υπηρεσίας για τη διευκόλυνση αναπτυξιακών, επιχειρηματικών και επενδυτικών σχεδίων και η στήριξη της εν γένει επιχειρηματικότητας στις περιοχές αυτές». Σημειωτέον ότι η ανωτέρω εταιρεία δεν υπάγεται, σύμφωνα με ρητή διάταξη της νομοθετικής πρότασης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σαν να μην  επιτελεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος και η αποστολή της να μην κατατείνει στη θεραπεία λόγων δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο απολαύει των προνομιών του Δημοσίου, ήτοι «απαλλάσσεται από κάθε δημόσιο, δημοτικό, κοινοτικό ή υπέρ τρίτου άμεσο ή έμμεσο φόρο ή τέλος, εκτός από τον φόρο προστιθέμενης αξίας. Απαλλάσσεται επίσης από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και τελών και απολαμβάνει γενικά όλων των δικονομικών και άλλων προνομίων και ατελειών του Δημοσίου», σύμφωνα επίσης με ρητή σχετική πρόβλεψη.

Η Κυβέρνηση, υπό το πρόσχημα της ευελιξίας του συγκεκριμένου εταιρικού σχήματος, φέρεται να υποδηλώνει σαφώς, με τον τρόπο αυτό, ότι το ρυθμιστέο αντικείμενο εκφεύγει από το σκληρό πυρήνα κρατικών εξουσιών και αρμοδιοτήτων και δύναται να αναληφθεί και να επιλυθεί με αμιγώς ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

Σύμφωνα με την ίδια αντίληψη, τα ειδικά πολεοδομικά σχέδια, οι όροι δόμησης εντός των συγκεκριμένων περιοχών καθώς και ειδικότερα ζητήματα της απολιγνιτοποίησης όπως η οριοθέτηση υδατορεμάτων, η απόληψη λιγνιτικού κοιτάσματος εντός των Πυρήνων Ζωνών Απολιγνιτοποίησης, η δυνατότητα απόθεσης των υλικών κατεδάφισης εντός των ορυχείων – Χαρακτηρισμός της τέφρας συναπόθεσης ως υποπροϊόντος και η υλοποίηση έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης εντός Ζωνών Απολιγνιτοποίησης – Αντικατάσταση του άρθρου 156 του ν. 4759/2020 αποτελούν ευθύνη αρμοδιότητα και προς ανάληψη πρωτοβουλία του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και όχι του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στοιχείο που θα μπορούσε, με βεβαιότητα, να προσβληθεί σε δικαστικό επίπεδο. Η νομοθετική αυτή επιλογή διαπνέεται, φυσικά, από την αντίληψη ότι η μετάβαση συνιστά ζήτημα των μεγάλων επενδύσεων και η επίτευξή της δεν απαιτεί μια κοινωνικό – οικονομικό – περιβαλλοντική προσέγγιση.

Ειδικά, δε, σε ό,τι αφορά στα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια, προτείνεται, με το τεθέν σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο, να συνάπτεται προγραμματική σύμβαση μεταξύ Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την ανάθεση, στην, μόλις ιδιωτικοποιηθείσα, ΔΕΗ, της διενέργειας διαγωνισμών για την εκπόνηση των μελετών των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων (Ε.Π.Σ.) εντός των Ζωνών Απολιγνιτοποίησης.

Επίσης, σε σχέση με τη λογική της «άνωθεν» ρύθμισης των ζητημάτων που αναφέρθηκε στην αρχή του παρόντος, να σημειωθεί ότι τούτη βαίνει ακόμη περισσότερο ενισχυόμενη από το πνεύμα νομοθέτησης του τεθέντος σε διαβούλευση σχεδίου σε ό,τι αφορά, επίσης, τις ενεργειακές κοινότητες, εργαλείο που η νυν Κυβέρνηση πρόσφατα απαξίωσε νομοθετώντας την κατάργηση της πλειοψηφικής συμμετοχής των φυσικών προσώπων στις ενεργειακές κοινότητες κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθώς και τη δυνατότητα μεταβίβασης των σταθμών των ενεργειακών κοινοτήτων σε φυσικά και νομικά πρόσωπα. Υπό το νέο καθεστώς, δεν διαλύεται μία Ενεργειακή Κοινότητα με την αποχώρηση φυσικού προσώπου – μέλους της. Οι  τροποποιήσεις αυτές διευκολύνουν τα εταιρικά σχήματα, ενώ αντίκεινται σαφώς στο πνεύμα του θεσμού που ήταν η ενίσχυση της ενεργειακής δημοκρατίας μέσω της ενεργού συμμετοχής των πολιτών στην ενεργειακή μετάβαση.

Πρόσθετα, ελλείπουν από το σχέδιο τα εξής ιδιαίτερα κρίσιμα :

  • η αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, ανάγκη η οποία έχει, πολλάκις, αποτελέσει κυβερνητική παραδοχή και δέσμευση για τις εν λόγω τόσο ευαίσθητες, οικολογικά, περιοχές
  • η εργασιακή αποκατάσταση & η επανακατάρτιση πληθυσμών – ανθρώπινου δυναμικού που έχουν εργασθεί σε συνθήκες οικονομικής μονοανάπτυξης

Ό,τι ακριβώς συνέβαινε με το τεθέν, προ ενός έτους, σε δημόσια διαβούλευση Master Plan, συμβαίνει, εν προκειμένω, με το παρόν σχέδιο νόμου : Η περιβαλλοντική διάσταση όφειλε να συνιστά βασικό πυλώνα της προωθούμενης πολιτικής για την ανάπτυξη των συγκεκριμένων περιοχών με όρους αειφορίας. Πρέπει να αναληφθεί, δια νομοθετικού κειμένου, η υποχρέωση για αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανόμενης μιας πλήρους καταγραφής των επιπτώσεων σε αυτό από τη χρήση λιγνίτη, καθώς και ορισμένο σχέδιο αποκατάστασής του.

Η κατάσταση του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος στις εν λόγω περιοχές είναι εξαιρετικά επιβαρυμένη, ήδη από τη δεκαετία του 1960. Το ίδιο, φυσικά, και η δημόσια υγεία των κατοίκων που έχουν ζήσει και εξακολουθούν να ζουν στις περιοχές αυτές.  Για τους λόγους αυτούς, υφίσταται μια εγγενής δυσκολία προγραμματισμού της μελλοντικής μορφής αξιοποίησης αυτών των περιοχών και της επίτευξης ισόρροπης ανάπτυξης μιας εμπορικά επικερδούς παραγωγής και, ταυτόχρονα, της προστασίας ενός οικολογικά ευαίσθητου περιβάλλοντος.

Η εργασιακή αποκατάσταση όφειλε να συνιστά, όπως προαναφέρθηκε, τον δεύτερο κύριο πυλώνα με την πρόβλεψη θέσεων εργασίας και σαφούς αντιστοίχισής τους  με χρηματοδοτικές πηγές.

Εντέλει, το πνεύμα και περιεχόμενο των όποιων νομοθετικών πρωτοβουλιών με αντικείμενο ζητήματα όπως τα ανωτέρω αναλυθέντα, θα έπρεπε να εμφορούνται από την αντίληψη της εναρμόνισης με τα εθνικά κανονιστικά κείμενα, εννοώντας την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και τον προβλεπόμενο, σε αυτή, στόχο για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050 και το, ανωτέρω αναφερθέν, Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, με την κατανόηση ότι η επίτευξη των στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης δεν συνιστά τεχνικό ζήτημα, όπως φέρεται να το αντιλαμβάνεται η νυν Κυβέρνηση, αλλά είναι σύμφυτη με την υλοποίηση και των τριών διαστάσεων της ανάπτυξης : οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική. Οτιδήποτε διαφορετικό και αντίθετο συνιστά μια μονομερή και νεοφιλελεύθερη προσέγγιση  απανθρακοποίησης της οικονομίας που καμία σχέση δεν θα μπορούσε να έχει με μια όντως δίκαιη και πραγματική μετάβαση των εν λόγω περιοχών από το παλαιό παραγωγικό μοντέλο της μονοειδίκευσης σε ένα νέο και σύμφωνο με την αληθή έννοια της αειφόρου ανάπτυξης πρότυπο.

Πως σας φάνηκε το άρθρο;
+1
0
+1
0
+1
0
Μοιραστείτε αυτό το άρθρο